Κεντρική σελίδα της Βιβής Γκέκα


Η μουσική του Μαντολίνου

Του Θανάση Τσιπινάκη από το «Μαντολίνο – Ορχήστρες Νυκτών Εγχόρδων», Πάτρα 1990.


Η πρώτη μουσική που είναι γνωστή για το μαντολίνο γράφτηκε στα 1700. Η σημειογραφία τον καιρό εκείνο ήταν ακόμη σε μορφή Tablatyre. Έχει σωθεί από την περίοδο αυτή μια σονάτα για σόλο μαντολίνο του Frangesco Contini. Ο χορδισμός που απαιτείται στο έργο αυτό είναι ΜΙ, LA, RE, SOL, ή FA, LA, RΕ, SOL. Την ίδια εποχή ο Johann Strobach γράφει κοντσέρτα για κλαβεσίνο, λαoύτο, μαντολίνο, βιόλα d’ amore και μπάσα βιόλα. Έργα του συνθέτη αυτού παρουσιάστηκαν σ’ ένα ιστορικό κοντσέρτο που έγινε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1837 και όπου οι διάσημοι κιθαρίστες Ferdinad Sor και Μatteo Carcassi έπαιξαν λαούτο και μαντολίνο αντίστοιχα.

Για πρώτη φορά συναντάμε το μαντολίνο σε όπερα το 1717 του Μarc Antonio Bononcini (1675- 1726) και αμέσως μετά o Gianfrancesco de Majo (1740-1771), και ο Γερμανός συνθέτης Johann Gottlieb Naumann (1741-1801) χρησιμοποιούν τον ήχο του μαντολίνου σε όπερές τους. Ο Άγγλος συνθέτης Μichael Arne (1741-1786) χρησιμοποιεί το μαντολίνο στην όπερά του Almena (Λονδίνο 1764), ενώ ο André Ernest Modeste Gretry (1741- 1813) σημειώνει για πρώτη φορά νότες τετάρτου χωρισμένες σε νότες τριακοστών δευτέρων, απαιτώντας έτσι τρέμολο, κάτι ασυνήθιστο την εποχή εκείνη. Ο Giovanni Paisiello (1740-1816) συνθέτει την ίδια εποχή τον Κουρέα της Σεβίλλης. Η σερενάτα του μαντολίνου στο έργο αυτό είναι από τα σημαντικότερα παραδείγματα πριν από τον «Don Giovanni» του Mozart. Η καντσονέτα από τον Don Giovanni Wolfgang Amadeus Mozart είναι σίγουρα από τα ωραιότερα γνωστά παραδείγματα κλασσικής μουσικής για το μαντολίνο. Ο δάσκαλος του μπαρόκ George Frederick Handel έχει ήδη συνεισφέρει στη μουσική του μαντολίνου τέσσερις δεκαετίες πριν τον Mozart. Το μαντολίνο χρησιμοποιείται απ’ αυτόν στο ορατόριο Alexander Balus μαζί με άρπα, δύο φλάουτα και έγχορδα.

Η μορφή του κοντσέρτου για το μαντολίνο, κυρίως με την συνοδεία εγχόρδων, χρησιμοποιήθηκε από ένα μεγάλο αριθμό συνθετών τον 18ο αιώνα. Ο Antonio Vivaldi γράφει 4 κοντσέρτα για μαντολίνο, ενώ παράλληλα το χρησιμοποιεί για την εισαγωγή στο ορατόριό του Juditha Triumphans (1699-1783) που από τους σύγχρονούς του θεωρούνταν εφάμιλλος του Ηandel, γράφει ένα κοντσέρτο για μαντολίνο σε Sol μείζονα, και το οποίο αποτελεί ίσως την πιο σημαντική στιγμή του οργάνου. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε βέβαια να αναφέρουμε τις 4 σονάτες για μαντολίνο και κλαβεσέν που έγραψε ο Ludwig Van Beethoven. Ενώ στην εποχή του μπαρόκ, την μεταβατική αυτή μουσική περίοδο, είχαμε μια πολύ μικρή συνεισφορά στην φιλολογία του οργάνου από γνωστούς συνθέτες, εν τούτοις πολλά έργα υπάρχουν γραμμένα από λιγότερο γνωστούς συνθέτες του 18ου αιώνα, που σώζονται σε χειρόγραφα και σε πρώτες εκτυπώσεις. Θα ήταν ωστόσο λάθος να συμπεράνουμε απ’ αυτό ότι υπήρχε εκείνη την εποχή μια μεγάλη ανάπτυξη του μαντολίνου, παρόμοια με αυτή των άλλων εγχόρδων οργάνων. Το παίξιμο του μαντολίνου ήταν και τότε η απασχόληση ενός κύκλου ερασιτεχνών, που παρακινούνταν, όπως ακριβώς σήμερα, από ένα μικρό αριθμό ειδικών. Η δημόσια εμφάνιση σολιστών μαντολίνου θεωρούνταν πάντοτε ασυνήθιστο γεγονός.

Αρκετές βιβλιοθήκες έχουν ολόκληρες σειρές από συνθέσεις για μαντολίνο της εποχής αυτής στο αρχείο τους, κάτι που έχει συμβεί χάρις στον συλλεκτικό ζήλο ενθουσιωδών πρωτοπόρων τον οργάνου. Ορισμένες από αυτές είναι τόσο παλιές όσο και το όργανο. Το 1936 υπήρχαν 109 σελίδες με 205 συνθέτες για μαντολίνο στην βιβλιοθήκη του Βασιλικού Κονσερβατουάρ των Βρυξελλών και οι οποίες χρονολογούνταν από το τέλος του 17ου αιώνα. Μια συλλογή ακόμη χειρόγραφων υπάρχει στο Κονσερβατουάρ τον Παρισιού η οποία περιέχει 70 συνθέσεις για μαντολίνο από 24 γνωστούς συνθέτες και αρκετούς ανώνυμους.

Στα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα η Βιέννη υπήρξε το κέντρο ανάπτυξης του μαντολίνου. Αυτό συμπεραίνεται από τα πολυάριθμα πρωτότυπα έργα που διατηρούνται στα αρχεία της πόλης. Η επικράτηση των Ιταλικών ονομάτων μεταξύ των συνθετών του 18ου αιώνα εκπλήσσει για το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο κλασικής μουσικής για το μαντολίνο στην ίδια την Ιταλία. Προφανώς οι Ιταλοί μαντολινίστες και τα έργα τους συνάντησαν καλύτερη μεταχείριση στις άλλες χώρες απ’ ότι στην πατρίδα τους. Χαρακτηριστικό της άγνοιας των Ιταλών ειδικών για την μουσική του μαντολίνου είναι ότι ο Ιταλός μουσικολόγος Α. Pisani το 1913 στο «πρακτικό εγχειρίδιο του μαντολινίστα» αναφέρει ως μοναδικό συνθέτη μαντολίνου του 18ου αιώνα τον Beethoven. Από τις μεθόδους διδασκαλίας μαντολίνου που εμφανίστηκαν μέχρι το 1805 τρεις εκδόθηκαν στα Γαλλικά, μια στα Αγγλικά και μία στα Γερμανικά, αλλά καμία στα Ιταλικά. Η πρώτη μέθοδος για μαντολίνο θα πρέπει να ήταν η μέθοδος του Fouchetti που εκδόθηκε το 1760 περίπου από τον οίκο Castano στην Λυών και το 1770 περίπου από τον οίκο Sieber στο Παρίσι.

Τον 19ο αιώνα το μαντολίνο παρήκμασε και υποβαθμίστηκε. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα άρχισε να κάνει την επανεμφάνισή του. Την περίοδο της παρακμής του μια σημαντική αλλαγή σημειώνεται στον τρόπο παιξίματος του οργάνου. Το τρέμολο, που τον 18ο αιώνα θεωρούνταν στολίδι και μάλιστα κατωτέρας ποιότητας, αντικατέστησε πλήρως το μεμονωμένο χτύπημα των χορδών. Και αυτό σε μια προσπάθεια των εκτελεστών της λαϊκής Ιταλικής Μουσικής κυρίως να κρατήσουν τον ήχο του οργάνου στις αργές μελωδίες. Γύρω στα 1890 η αλλαγή αυτή έχει κατακτήσει όλη σχεδόν την Ιταλία και σιγά - σιγά επεκτάθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Ο αυθεντικός τρόπος παιξίματος του μαντολίνου, όπως ήταν επί 200 χρόνια, χάθηκε τελείως και άρχισε σταδιακά να επανέρχεται μετά το 1920, όταν ο Konrad Wölki ανακάλυψε και μελέτησε τις πρώτες μεθόδους τον μαντολίνου. Λίγο πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κουαρτέτα μαντολίνου, (1-2 μαντολίνα, μαντόλα, κιθάρα), ενώ ταυτόχρονα οι εκδοτικοί οίκοι άρχισαν να εκδίδουν τα πρώτα έργα για μαντολίνο, κουαρτέτο μαντολίνου, και τα οποία κατά κανόνα ήσαν διασκευές από όπερες, από μουσική για πιάνο, κ.λ.π. Πολύ συχνά στις διασκευές αυτές υπήρχε και ένα μέρος πιάνου, προφανώς γιατί η κιθάρα και η μαντόλα δεν ήταν πάντα διαθέσιμες.

Σιγά - σιγά άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες συνθέσεις από Ιταλούς κυρίως συνθέτες όπως ο Gabetti, ο Negri, Giuseppe Branzoli. Από τους σημαντικότερους βέβαια ήταν ο Carlo Mounier (1859-1911) ο οποίος έγραψε 300 συνολικά έργα για Κουαρτέτο νυκτών εγχόρδων.

Την ίδια εποχή στη Γερμανία η μουσική του μαντολίνου εξελίσσεται αρχικά εντελώς ανεξάρτητα από την Ιταλία. Τα πρώτα Γερμανικά κουαρτέτα νυκτών εγχόρδων άρχισαν να εμφανίζονται από το 1890 πριν την εμφάνισή τους στην Ιταλία και προτιμούσαν ονόματα όπως «Santa Lucia», «Napoli», «Cantania» κ.λ.π. Το ερέθισμα για την δημιουργία αυτών των κουαρτέτων έδιναν συχνά σι Ιταλοί μαντολινίστες που ταξίδευαν στην Γερμανία για συναυλίες και πολλοί από αυτούς παρέμειναν εκεί ως καθηγητές μαντολίνου.

Λίγο αργότερα το μαντολίνο θα πραγματοποιήσει την είσοδό του για μια ακόμα φορά στην συμφωνική Ορχήστρα χάρις στον Mahler και τον Shömberg κυρίως.

Ένας από τους πιο γνωστούς και πολυγραφότατους συνθέτες την εποχή αυτή υπήρξε ο Μario Maciocchi (1874-1 955). Ο Maciocchi οι είναι ένας από τους πιο γνωστούς συνθέτες στη χώρα μας και έργα του έχουν παιχτεί από όλες σχεδόν τις ορχήστρες νυκτών εγχόρδων.

Κεντρική σελίδα της Βιβής Γκέκα






Designed by TemplatesBox