Κεντρική σελίδα της Βιβής Γκέκα
Η προέλευση και οι διάφοροι τύποι Μαντολίνου
Του Θανάση Τσιπινάκη από το «Μαντολίνο – Ορχήστρες Νυκτών Εγχόρδων», Πάτρα 1990.
Αν ρωτήσετε σήμερα έναν μουσικό για την καταγωγή του μαντολίνου σπάνια θα σας απαντήσει ότι πρόκειται για ένα όργανο με ρίζες στον μεσαίωνα. Η παραδοσιακή εικόνα ακόμα και στους ειδικούς είναι ότι πρόκειται για ένα όργανο λαϊκό, τέλειο για να συνοδεύει «μια σερενάτα κάτω από ένα μπαλκόνι», αλλά ανίκανο για να εκφράσει σοβαρή μουσική.
Το μαντολίνο «γεννήθηκε» λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για την τελειοποίηση της Mandola ή Mantola ενός οργάνου που χρονολογείται από τον μεσαίωνα μιας και το όνομά του βεβαιώνεται με μαρτυρίες από το 1210. Είναι βέβαιο ότι πολύ λίγα από τα σημερινά όργανα μουσικής μπορούν να «καυχηθούν» για μια τόσο παλιά προέλευση.
Στον 17ο αιώνα στην βόρεια Ιταλία η Μandola κατασκευαζόταν σε μικρότερη μορφή και με λιγότερες χορδές. Το νέο αυτό όργανο ονομαζόταν «μαντολίνο» που στην πραγματικότητα σημαίνει «μικρή μαντόλα». Όχι πολύ αργότερα ένα ακόμα παρόμοιο νυκτό έγχορδο όργανο εμφανίστηκε στην ίδια περιοχή. Την εποχή αυτή μπορούμε να πούμε ότι γεννήθηκε το δικό μας σημερινό μαντολίνο. Για να ξεχωρίσουμε τα δύο παραπάνω όργανα, στον μεν πρώτο γνήσιο απόγονο της Μantola δόθηκε το όνομα «Μιλανέζικο» μαντολίνο σε αντίθεση με το δεύτερο όργανο που δόθηκε το όνομα «Φλορεντινό» μαντολίνο. Λίγο αργότερα στην Νάπολη κατασκευαζόταν ένα όργανο παρόμοιο με το Φλορεντινό μαντολίνο, το οποίο σταδιακά υποσκέλισε όλες τις μετέπειτα μορφές του οργάνου και έγινε απλά το «μαντολίνο».
Η καταγωγή του ονόματος μαντολίνο από το μεσαιωνικό όργανο Μantola είχε κάνει τους ιστορικούς για αρκετό χρονικό διάστημα να πιστεύουν ότι το Ναπολιτάνικο μαντολίνο είναι ο άμεσος απόγονος της Μantola. Η λανθασμένη αυτή σκέψη αποκαταστάθηκε από τον ερευνητή της ιστορίας του οργάνου ΚΟΝRAD WÖLKI και, όπως πιο πάνω είδαμε, το Μιλανέζικο μαντολίνο ήταν αυτό που αναπτύχθηκε άμεσα από την Μantola, ενώ το Ναπολιτάνικο μαντολίνο υιοθέτησε μόνο το όνομά του.
Λίγο αργότερα, καθώς μια οικογένεια οργάνων άρχισε να δημιουργείται με βάση το Ναπολιτάνικο μαντολίνο, και η οποία περιλάμβανε μαντολίνα μεγαλύτερων διαστάσεων και βαθύτερων τόνων, το όνομα «μαντόλα»χρησιμοποιήθηκε γιαμια ακόμα φορά, αλλά τώρα για ένα alto μαντολίνο. Με την έννοια αυτή έμοιαζε με μεγάλο μαντολίνο και φυσικά δεν είχε τίποτα κοινό με την προγενέστερη σημασία της λέξης «Μantola».
Διάφοροι άλλοι τύποι μαντολίνου άρχισαν να εμφανίζονται και να παίρνουν το όνομά τους, όπως συνηθιζόταν, από την πόλη όπου πρωτοκατασκευάστηκαν. Έτσι διαδοχικά, μέσα σε λίγα χρόνια εκτός από τους 3 τύπους μαντολίνων, Μιλανέζικο, Φλορεντινό και Ναπολιτάνικο, που ήδη έχουμε αναφέρει, κατασκευάστηκαν το Γενοβέζικο (5-6 χορδές), το Παντουάνικο (5 χορδές), το Ρωμαϊκό (4 χορδές), το Σιενέζικο (4-5 χορδές), το Σικελικό (1 χορδή διπλή ή 3 χορδές τριπλές).
Το «Μιλανέζικο»μαντολίνο, το οποίο ονομαζόταν και Λομβαρδιανό, κατόρθωσε να επιβιώσει για αρκετά χρόνια σε αντίθεση με τους άλλους τύπους μαντολίνων και να έχει θαυμαστές ακόμα και στον αιώνα μας. Χαρακτηριστικό της απήχησής του είναι ότι λίγο πριν το 1900 ο κιθαρίστας Heinrich Albert από τo Μόναχο δημιούργησε σύλλογο εκτελεστών Μιλανέζικου μαντολίνου, που αριθμούσε εκατοντάδες μέλη(1).
Η σειρά των χορδών του Μιλανέζικου και Ναπολιτάνικου μαντολίνου, στην αρχή υπέστη διάφορες αλλαγές, αλλά προς τα τέλη του 17ου αιώνα θα πρέπει να είχε καθιερωθεί ως εξής: SOL, SI, MI, LA, RE, SOL για το Μιλανέζικο μαντολίνο και SOL, RE, LA, MI για το Ναπολιτάνικο. Αρχικά η χρήση των διπλών χορδών επικράτησε και για τα δυο όργανα, αλλά αργότερα το Μιλανέζικο επέλεξε κυρίως μονές χορδές, ενώ το Ναπολιτάνικο ξέφυγε από τη χρήση των διπλών χορδών μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Σπάνια οι συνθέτες της εποχής καθόριζαν τη μια ή την άλλη μορφή οργάνου για την εκτέλεση της μουσικής τους. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρω ότι οι μεγάλοι συνθέτες Handel, Mozart, Beethoven, συνέθεσαν για μαντολίνο με τέσσερις χορδές, Ναπολιτάνικο δηλαδή μαντολίνο, ίσως επειδή ήσαν εξοικειωμένοι με το χόρδισμα του βιολιού. Αντίθετα οι εξειδικευμένοι συνθέτες, σολίστ του οργάνου, προτίμησαν το Μιλανέζικο μαντολίνο.
Το πρώτο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κρούση των χορδών του οργάνου ήταν το ξυσμένο φτερό από γαλοπούλα. Γρήγορα όμως οι εκτελεστές άρχισαν να αναζητούν νέο υλικό. Έτσι από εποχή σε εποχή έχουμε διαφορετικά υλικά. Το πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η ταρταρούγα (κέλυφος χελώνας), υλικό που χρησιμοποιείται και σήμερα, δεν είναι ακόμα σίγουρο. Ο Bortolazzi βιρτουόζος μαντολινίστας, το 1805 πρότεινε «φλούδα από κορμό κερασιάς». Αλλά η ταρταρούγα, υλικό που χρησιμοποιούνταν ήδη και για την κατασκευή του οργάνου, πρέπει να ήταν ήδη σε χρήση. Από το 1900 και μετά η ταρταρούγα καθιερώνεται οριστικά. Ο οξύς όμως ήχος που παραγόταν από το υλικό αυτό σε συνδυασμό με τις μεταλλικές χορδές δεν ικανοποιούσε τους εκτελεστές του οργάνου. Το 1928 ο Karl Henze διευθυντής της ορχήστρας νυκτών εγχόρδων Βερολίνου, πρότεινε αντί για ταρταρούγα πένα από ελαστικό, για να παράγει πιο μουντό ήχο, αφαιρώντας έτσι το σκληρό μεταλλικό άκουσμα από το όργανο. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό και η πένα από ελαστικό έχει καθιερωθεί σήμερα στην Γερμανία και σε ορισμένες άλλε ς χώρε ς, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει μια σαφή διαφορά στον παραγόμενο ήχο των ορχηστρών.
Η κατασκευή Ναπολιτάνικων μαντολίνων, είχε απασχολήσει ορισμένες οικογένειες για γενιές ολόκληρες. Πιο φημισμένα είναι τα μαντολίνα Vinaccia. Το 1835 ο Pasquale Vinaccia, εγγονός του ιδρυτή της οικογένειας αυτής, επινόησε ατσάλινες χορδές για το μαντολίνο, οι οποίες αντικατέστησαν τις μπρούτζινες που συνήθιζαν μέχρι τότε.
Ίδιας φήμης ήταν τα μαντολίνα Galace. Ο Rafaele Galace που πέθανε το 1935 ήταν γνωστός ως βιρτουόζος μαντολίνου. Τα μαντολίνα που κατασκεύαζε είχαν ιδιαίτερα μεγάλο σώμα. Σε αντίθεση με αυτόν ο Embercher, γερμανικής καταγωγής, εισήγαγε μια πολύ λεπτή κατασκευή του οργάνου, με έναν στενό μάλλον καμπυλωτό βραχίονα.
Όπως ήδη έχουμε πει, μια σειρά από μικρότερα και μεγαλύτερα όργανα, που σημαίνει βέβαια ψηλότερα και χαμηλότερα σε τόνο, κατασκευάστηκαν σιγά σιγά δημιουργώντας την οικογένεια του μαντολίνου. Έτσι ο Embercher κατασκευάζει την μαντόλα(2), το μαντολοτσέλο και το τερτσίνι. Ο Βινάτσια το κουαρτίνι και το μαντολόνε, και ο Μοτσίνο το 1890 την αρχικιθάρα ή κιταρόνε, η οποία όμως αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα από το μαντολόνε.
Εκτός από την μαντόλα και το μαντολοτσέλο, όλα τα άλλα όργανα πέρα από την Ιταλία όπου κατασκευάστηκαν είχαν περιορισμένη χρήση στις ορχήστρες νυκτών εγχόρδων. Στην Αυστρία χρησιμοποιήθηκαν αρκετά από αυτά όπως τερτσίνι, μαντόλα άλτο, μαντόλα τενόρο, μαντολοτσέλο, μαντολόνε.
Σήμερα το μόνο όργανο που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη από την οικογένεια του μαντολίνου είναι η μαντόλα. Τα υπόλοιπα όργανα έχουν αντικατασταθεί από την κιθάρα και το κόντρα-μπάσσο. Το μαντολοτσέλο βρίσκεται ακόμα σε χρήση σε ορισμένες χώρες, και στην χώρα μας, ενώ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις σύγχρονων συνθετών που το χρησιμοποιούν στα έργα τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τους Γάλλους και Ιάπωνες συνθέτες.
Σημειώσεις
1. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα σήμερα όπου εξακολουθούν να υπάρχουν εκτελεστές Μιλανέζικου μαντολίνου. Στις 25 Αυγούστου 1989 στην πόλη Brescia της Ιταλίας οργανώνεται σεμινάριο διδασκαλίας νυκτών εγχόρδων όπου μεταξύ άλλων θα διδαχθεί και Λομβαρδιανό μαντολίνο (αυτή η ονομασία έχει επικρατήσει για το Μιλανέζικο μαντολίνο). Το σεμινάριο διοργανώνει η ορχήστρα νυκτών εγχόρδων Cita di Brescia και Λομβαρδιανό μαντολίνο θα διδάξει ο Ugo Orlandi.
2. Δύο τύποι μαντόλας κατασκευάσθηκαν. Η contralto-Mantola και η Tenoro – Mandola. Δεν είναι εξακριβωμένο αν ο Embercherείναι ο κατασκευαστής και των δύο τύπων αυτών. Η contralto-Mantola αναφέρεται συχνά και ως alto-Mandolino σε παρτιτούρες συνθετών του 19ου αλλά και τις αρχές του20ου αιώνα. Και τα δύο αυτά όργανα είχαν μεγάλη χρήση στις ορχήστρες νυκτών εγχόρδων. Σήμερα η alto-Mandola δεν χρησιμοποιείται πλέον και ο όρος Mandola σημαίνει την tenoro-Mandola.
Κεντρική σελίδα της Βιβής Γκέκα
|
|