"Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος" | "Πιότρ-Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ, 'ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΝ'" | ENGLISH

"Η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου αρ. 41"

Της Δρ. Lydia Korniy,
Εθνική Ακαδημία Μουσικής,
Κίεβο, Ουκρανία
Ο Τσαïκόφσκι συνέθεσε το πρώτο εκκλησιαστικό έργο του, τη Λειτουργία αρ.41, στην Ουκρανία, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε. Ξεκίνησε τη σύνθεση του έργου το Μάιο του 1878 στην Καμιάνκα, όπου διέμενε η αδελφή του Αλεξάνδρα, και την ολοκλήρωσε τον Ιούλιο του ίδιου έτους στο Μπράιλοφ, στην εξοχική κατοικία της προστάτιδός του Ναντέζντα φον Μεκ.

Ενώ μελετούσε πάνω στη σύνθεση, ο συνθέτης επισκέφθηκε τις παλιές εκκλησίες του Κιέβου ακούγοντας τις χορωδίες, η επιρροή ήταν αναπόφευκτη. Σε επιστολή στην προστάτιδά του στις 12 Ιουνίου του 1878 γράφει: «Χθες το πρωί ήμουν στο Πόντιλ και παρακολούθησα τη λειτουργία στο Μοναστήρι του Μπράτσκι. Έμεινα εντυπωσιασμένος από την υπέροχη εκκλησία και την εξαίσια λειτουργία. Όταν γίνεσαι κοινωνός μιας τέτοιας Θείας λειτουργίας αρχίζεις να κατανοείς τη δύναμη της θρησκείας στο λαό».

Η Ουκρανία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Τσαïκόφσκι. Ο προπάππος του Φέντιρ Τσάικα ήταν Κοζάκος στη μάχη του Μιρορόντ ενώ ο παππούς του Πέτρο Τσάικα που σπούδασε στην Ακαδημία του Κιέβου, άλλαξε το όνομά του σε Τσαïκόφσκι. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στη Ρωσία και το 1774 εγκαταστάθηκε στο Βότκινσκ, όπου και γεννήθηκε το 1840 ο πατέρας του συνθέτη Ίλια Πέτροβιτς καθώς και ο ίδιος ο συνθέτης.

Για είκοσι χρόνια περίπου, ο συνθέτης περνούσε λίγους μήνες κάθε καλοκαίρι στην Ουκρανία, βρίσκοντας ηρεμία φιλοξενούμενος από την αδελφή του στην Καμιάνκα. Σε επιστολή προς την προστάτιδά του το Νοέμβρη του 1878 γράφει: «Εδώ νοιώθω πολύ καλά, με πλημμυρίζει ένα αίσθημα γαλήνης που μάταια αναζητούσα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη.»

Η αλληλογραφία του Τσαïκόφσκι με την προστάτιδά του μαρτυρά τον θαυμασμό που έτρεφε για την Ουκρανία, τα πανέμορφα τοπία της, τις πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές, τα ήθη, τα έθιμα και τα παραδοσιακά τραγούδια, όλα στοιχεία που τον ενέπνευσαν στο έργο του. Αναφέρει δε σε μία από τις επιστολές του ότι κατά τη διαμονή του στην ιδιαιτέρου κάλλους εξοχή της Ελβετίας και της Ιταλίας δεν αισθάνθηκε ποτέ τέτοιο θαυμασμό για τη φύση, που υπερβαίνει ακόμη και τον θαυμασμό για την τέχνη, όπως αυτόν που ένοιωσε στην εξοχή του Μπράιλοφ της Ουκρανίας.

Ο Τσαïκόφσκι συνέθεσε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στην Ουκρανία και σε πολλές συνθέσεις του όπως οι όπερες Μαζέπa, Σερεβίσκι, η Δεύτερη Συμφωνία η Ντούμκα για πιάνο κ.α. περιέχουν ουκρανικούς ήχους. Χρησιμοποίησε ουκρανικές μελωδίες στο Πρώτο Κονσέρτο για Πιάνο και την Τρίτη Συμφωνία. Η Λειτουργία επίσης περιβάλλεται από μία ουκρανική αύρα.

Ο Τσαïκόφσκι ξεκίνησε να γράφει εκκλησιαστική μουσική στο απόγειο της καριέρας του. Έχοντας μόλις ολοκληρώσει το έργο Ευγένιος Ονέγκιν και την Τέταρτη Συμφωνία, συνέθεσε τη Λειτουργία σε διάστημα μόλις τριών μηνών (Μάιος-Ιούλιος 1878). Έγραψε τότε στην προστάτιδά του ότι «η πίστη αποτελεί την ύψιστη ευτυχία» και ότι «η εκκλησία έχει διατηρήσει μεγάλη ποιητική ομορφιά. Παρακολουθώ συχνά τις λειτουργίες και πιστεύω πως η λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης. Αν παρακολουθήσει κανείς με προσοχή τις λειτουργίες δεν μπορεί παρά να συγκινηθεί από τη πνεύματικότητα τους.» Ο Τσαïκόφσκι επιδίωκε μία ανανέωση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής προσσεγίζοντας «ένα ανώτερο μα ανέγγιχτο πεδίο» καθώς, κατά τη γνώμη του, οι ψαλμοί εκείνης της περιόδου «εναρμονίζονται ελάχιστα με το βυζαντινό ρυθμό της αρχιτεκτονικής και τις βυζαντινές εικόνες, όπως επίσης και με τον τρόπο που γίνεται η ορθόδοξη λειτουργία.» Την εποχή του Τσαïκόφσκι, στις εκκλησίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας συχνά μπορούσε κανείς να ακούσει τη μουσική του Ντμίτρο Μπορτνιάνσκι (1751 – 1825) ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος που συνέθεσε παλαιού τύπου εκκλησιαστική μουσική. Ο πρώτος δε που συνέθεσε τέτοια εκκλησιαστική μουσική ήταν ο Μαξίμ Μπερεζόβσκι στα μέσα του 1700. Και οι δύο αυτοί εξαιρετικοί συνθέτες ήταν Ουκρανοί που κατέληξαν στη Ρωσία, χάρις στον Τσάρο, ο οποίος συστηματικά ξεχώριζε καλλίφωνα παιδιά με μουσικό ταλέντο από την Ουκρανία για τις εκκλησιαστικές χορωδίες της Ρωσίας, το Ναό της Αγίας Πετρούπολης και την τσαρική αυλή. Η μουσική τους ακούγεται ακόμη σε εκκλησίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, έγινε αισθητή η ανάγκη για περεταίρω εξέλιξη της ρωσικής εκκλησιαστικής μουσικής.

Τον καιρό που ο Τσαïκόφσκι έγραψε τη Λειτουργία του, υπήρχε ειδική νομοθεσία που απαγόρευε την εκτέλεση και τη σύνθεση εκκλησιαστικής μουσικής δίχως την έγκριση του Αυτοκρατορικού Ναού. Το 1816, διευθυντής ήταν ο Ντμίτρο Μπορτνιάνσκι, μία αναγνωρισμένη μορφή στην εκκλησιαστική μουσική και η ιδιότητα του αυτή τον έκανε να ασχοληθεί σε προσωπικό επίπεδο. Μετά το θάνατό του, το 1825, αυτοί που διηύθυναν τον Αυτοκρατορικό ναό ενδιαφέρονταν περισσότερο για την εξουσία παρά για τη μουσική. Ο Τσαïκόφσκι γνώριζε καλά το καθεστώς αυτό καθώς έγραψε και στην προστάτιδά του ότι «η σύνθεση εκκλησιαστικής μουσικής φαίνεται να μονοπωλείται από τον Αυτοκρατορικό Ναό, ο οποίος με ζήλο προστατεύει αυτό το μονοπώλιο και εμποδίζει σθεναρά τις νέες συνθέσεις για τα ιερά κείμενα.» (30 Απρίλη 1878) Όταν η Λειτουργία εκδόθηκε από τον Γιούργκερσον, ο διευθυντής του Ναού, Νικολάι Μπακμέτγεφ, διαμαρτυρήθηκε –ο Ναός άλλωστε είχε το μονοπώλιο στην έκδοση εκκλησιαστικής μουσικής. Το ζήτημα μεταφέρθηκε στη δικαιοσύνη μέχρι τα τέλη του 1880. Η πλευρά του Τσαïκόφσκι κέρδισε τη δίκη. Προτού ακόμη τελειώσει η δίκη η Λειτουργία ακουγόταν για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1879 στην εκκλησιά του πανεπιστημίου του Κιέβου, κάτι που χαροποίησε ιδιαίτερα το συνθέτη καθώς προόριζε τη μουσική του για εκκλησιαστικούς χώρους.

Στη Ρωσία, η Λειτουργία πρωτοακούστηκε πολύ αργότερα, το Δεκέμβρη του 1880, αρχικά στο Ωδείο της Μόσχας κι έπειτα, στις 18 Δεκέμβρη, στη Ρωσική Μουσική Κοινότητα. Το έργο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό, όμως κάποιες εκκλησιαστικές αρχές έκριναν ότι η μουσική του Τσαïκόφσκι ήταν ανάρμοστη για τον χώρο της εκκλησίας. Η Λειτουργία εψάλλει στην νεκρόσημη ακολουθεία του Τσαïκόφσκι το 1893 κι έκτοτε ακούγεται στις εκκλησίες της Ρωσίας.

Ο Τσαïκόφσκι συνέθεσε τη μουσική για τη Λειτουργία βασιζόμενος στα κείμενα της θείας Λειτουργίας. Περιλαμβάνει δεκαπέντε μέρη για μεικτή χορωδία a capella. Η μουσική είναι σχετικά συντηρητική, με αυστηρές αρμονίες ενώ εσκεμμένα αποφεύγονται οι χρωματισμοί και η εκφραστικότητα στον ήχο. Μόνο σε λίγες περιπτώσεις συναντά κανείς πολυφωνικά στοιχεία (όπως λ.χ. στο Χερουβικόν ). Η μουσική της Λειτουργίας αποπνέει αγνότητα και μεγαλείο ενώ είναι καταφανές ότι ο συνθέτης επιδίωξε να αποφύγει την υπερβολική εκφραστικότητα στην ερμηνεία της. Το έργο ξεχειλίζει από λυρισμό, φως κι ένα αίσθημα γαλήνης, όπως παρατηρούμε πάλι στο Χερουβικό ύμνο και στον ύμνο «άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Η μελωδία δε του τελευταίου διαποτίζεται με το λυρισμό των ουκρανικών παραδοσιακών τραγουδιών. Ολόκληρη η Λειτουργία του Τσαïκόφσκι αποπνέει ποιητική διάθεση και πνευματική ομορφιά που αντανακλούν τη σχέση του συνθέτη με το Θεό και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται αισθητικά τη Θεία Λειτουργία.

Μετά την εκκλησιαστική μουσική του Ντμίτρο Μπορτνιάνσκι, η Λειτουργία είναι το πρώτο μακροσκελές έργο εκκλησιαστικής μουσικής.



"Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος" | "Πιότρ-Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ, 'ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΝ'" | ENGLISH






Designed by TemplatesBox