Ο Schiller στη μουσική του Σούμπερτ
Λίγων έφηβων συνθετών τα έργα ακούγονται τόσο συχνά σήμερα όσο του Σούμπερτ. Θαυμάζουμε τα πολύ πρώιμα νεανικά κατορθώματα του Μότσαρτ, αν και σε γενικές γραμμές δεν γνωρίζουμε τις πρώτες συνθέσεις του. Τα εφηβικά έργα του Μέντελσον συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα που έγραψε, αλλά σχετικά λίγα εξακολουθούν να βρίσκονται στο ρεπερτόριο των συναυλιών. Ο νεαρός Σούμπερτ δεν ήταν τόσο υπέρμετρα προικισμένος όσο ο Μότσαρτ ή ο Μέντελσον, ούτε προκάλεσε ανάλογη δημόσια αίσθηση. Μάλιστα, ελάχιστοι είχαν προσέξει τον Σούμπερτ ως το 1820, όταν ήταν 23 ετών και είχε πλέον συνθέσει τα δύο τρίτα του έργου του. Ωστόσο δεκάδες από αυτές τις πρώτες συνθέσεις στο τέλος έγιναν έργα του μόνιμου ρεπερτορίου.
Την κύρια ώθηση για την αναδρομική ανακάλυψη των πρώτων γοητευτικών συμφωνιών του Σούμπερτ, όπως επίσης και των κουαρτέτων εγχόρδων, των λειτουργιών και των έργων που ανήκουν σε ποικίλα άλλα είδη, έδωσε το κύρος των εκπληκτικών τραγουδιών που έγραψε όταν ήταν έφηβος. Θα μπορούσαμε με κάποια υπερβολή να πούμε ότι ο Σούμπερτ έκανε το λιντ άξιο λόγου και ευυπόληπτο, ενώ την ίδια στιγμή τα λίντερ του άνοιξαν τις πόρτες, προκάλεσαν την περιέργεια του κοινού, τον έκαναν διάσημο και του εξασφάλισαν θέση στην ιστορία της μουσικής. Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1820 και του 1830, οι αναφορές τον Σούμπερτ, ανεξαρτήτως των συμφραζομένων, συνήθως χρησιμοποιούσαν την ετικέτα «ο Φραντς Σούμπερτ, συνθέτης λιντ», (Άλλες συνθηματικές φράσεις αναφέρονταν, όπως και στην περίπτωση του Μότσαρτ, στην ιδιοφυΐα και στον πρόωρο θάνατο του.) Ορισμένοι συγγραφείς το μόνο που έκαναν ήταν να κολλήσουν στον Σούμπερτ την ετικέτα του «συνθέτη του Βασιλιά των ξωτικών (Erlkönig)», που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το διασημότερο έργο του, και ως τα μέσα του αιώνα είχε στεφτεί «πρίγκιπας του τραγουδιού» (Liederfürst).
Ο Σούμπερτ είχε ήδη γράψει δεκάδες τραγούδια καθώς και έργα που ανήκαν στα σημαντικότερα είδη σύνθεσης (ενόργανη μουσική, έργα για πιάνο, σκηνικά και θρησκευτικά), όταν συνέθεσε το πρώτο αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του, τη Μαργαρίτα στον αργαλειό (Gretchen am Spinnrade) στις 19 Οκτωβρίου 1814. Η χρήσιμη ακρίβεια με την οποία χρονολογεί το χειρόγραφο του πρόσφερε έναν βολικό, αν και κάπως παραπλανητικό, χαρακτηρισμό: «η ημερομηνία γέννησης του γερμανικού λιντ». Φυσικά, οι συνθέτες είχαν αρχίσει πριν από αιώνες να γράφουν τραγούδια. Αυτό που άλλαξε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κυρίως λόγω του Σούμπερτ, ήταν η σημασία και η σπουδαιότητα αυτού που προηγουμένως θεωρούνταν ήσσονος σημασίας μουσικό είδος. Οι άμεσοι προκάτοχοι του Σούμπερτ, όπως ο Γιόχαν Ρούντολφ Τσούμστεεγκ, ο Γιόχαν Φρίντριχ Ράιχαρτ και ο Καρλ Φρίντριχ Τσέλτερ συνέθεσαν λίντερ που επαινέθηκαν ιδιαίτερα, ούτε όμως αύξησαν το κόρος του είδους ούτε ξεπέρασαν από καλλιτεχνική άποψη τα καλύτερα τραγούδια του Μότσαρτ και του Μπετόβεν.
Οι κριτικοί και οι ιστορικοί άρχισαν να παίρνουν τα λίντερ περισσότερο στα σοβαρά την εποχή που ζούσε ο Σούμπερτ. Μακροσκελή κριτικά κείμενα σχετικά με τα καινούρια του τραγούδια συνήθως ξεκινούσαν με το σχόλιο ότι η προσοχή που τους δινόταν ήταν ασυνήθιστη αλλά δικαιολογημένη για τον συγκεκριμένο συνθέτη. Όπως θα περίμενε κανείς, τα πρώτα έργα του Σούμπερτ που εκδόθηκαν ήταν τραγούδια. Πάνω από 20 χρόνια νωρίτερα, όταν βρισκόταν κι εκείνος σε ανάλογο στάδιο της καριέρας του, ο Μπετόβεν είχε τιμήσει τα μεγαλύτερης διάρκειας έργα του για σύνολα δωματίου και για πιάνο δίνοντας τους αριθμό έργου. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Σούμπερτ στεφάνωσε με αριθμούς έργων τα πρώτα τραγούδια που τύπωσε, επισημαίνοντας ότι και αυτά ήταν σημαντικά έργα με ουσιαστικό περιεχόμενο.
Ο Ρόμπερτ Σούμαν θεωρούσε ότι το λιντ ήταν «το μοναδικό είδος το οποίο έχει βελτιωθεί σημαντικά από την εποχή του Μπετόβεν», και στις εξελίξεις αυτές έδωσε ώθηση «η νέα γερμανική σχολή ποίησης». Για τον Σούμπερτ, κυρίως η ποίηση του Γκαίτε ενέπνευσε τα πρώιμα αριστουργήματα του, όχι μόνο τη Μαργαρίτα και τον Βασιλιά των ξωτικών αλλά επίσης και το Αγριοτριαντάφυλλο (Heidenröslein), την Ανήσυχη αγάπη (Rastlose Liebe) και πολλά άλλα τραγούδια. Αν και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Σούμπερτ μελοποίησε στίχους του Γκαίτε περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου (ο Γκαίτε ήταν. ατό κάτω κάτω. ο μεγαλύτερος εν ζωή λυρικός ποιητής της Γερμανίας), το ενδιαφέρον του εκδηλώθηκε κυρίως στην αρχή: μετά το 1822 σπανίως ασχολήθηκε με τον Γκαίτε (ή τον Σίλλερ). Συνέ6αλαν και άλλοι παράγοντες στην άνθηση του λιντ στις αρχές του 19ου αιώνα: το γεγονός ότι οι ρομαντικοί καλλιεργούσαν γενικά μικρές μορφές (η ιδέα της προβολής μιας σύνθεσης 4 λεπτών ως αριστουργήματος ήταν άγνωστη κατά τη διάρκεια της εποχής του μπαρόκ και της κλασικής εποχής)• ο εύρωστος μουσικός πολιτισμός των μεσαίων τάξεων και οι ευρύτατα διαδεδομένες κατ' οίκον μουσικές εκδηλώσεις• τα νέα ηχητικά χαρακτηριστικά και οι τεχνικές δυνατότητες του πιάνου. Πριν από τον Σούμπερτ, η μελωδία και η συνοδεία των τραγουδιών ήταν εντελώς απλές, και ένα τραγουδιστής ή τραγουδίστρια συχνά συνόδευαν στο πιάνο τον εαυτό τους. Οι βελτιώσεις στον τρόπο κατασκευής του πιάνου εξυπηρέτησαν ιδανικά τους ερμηνευτικούς σκοπούς του Σούμπερτ: για πρώτη φορά ήταν δυνατόν να γραφτούν μέρη για πιάνο που ήταν συναρπαστικά, χαρακτηρίζονταν από πρωτοφανή ένταση, εξαιρετική δυσκολία και ιδιαίτερη δύναμη.
Ξεκινώντας από τα πρώτα τραγούδια του, ο Σούμπερτ χρησιμοποίησε γεγονότα και αντικείμενα της καθημερινής ζωής ως μεταφορές των ψυχικών καταστάσεων. Ο αργαλειός στη Μαργαρίτα και ο καλπασμός μέσα στη θύελλα στον Βασιλιά των ξωτικών συμβολίζονται με τη συνοδεία του πιάνου σε μότο περπέτουο, μια ανελέητη επίκληση γεμάτη ταραχή και ανησυχία. Με τον τρόπο αυτόν δεν εκφράζονται μόνο η απλή περιγραφική μουσική απεικόνιση του ρεαλιστικού στοιχείου στο ποίημα, αλλά αποδίδεται και η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο λογοτεχνικό κείμενο. Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό που να ορίζει τα επιτεύγματα ή τις καινοτομίες του Σούμπερτ στο λιντ. επειδή υπάρχει μια περίπλοκη αλχημεία σαγηνευτικού λυρισμού, συγκινητικής απαγγελίας, αρμονικής εφευρετικότητας, μια πραγματική συνεργασία φωνής και πιάνου και ψυχολογική διείσδυση στα κείμενα που λειτουργούν διαφορετικά σε κάθε τραγούδι. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση του Σούμπερτ είναι ότι αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρχαν από την αρχή, τουλάχιστον από την εποχή που ήταν 17 ετών, και απλώς απέκτησαν μεγαλύτερη ουσία κατά τη διάρκεια των επόμενων 14 ετών.
Μόνο το 1815, ο Σούμπερτ συνέδεσε περίπου 150 τραγούδια, αν και ούτε ένα από αυτά δεν είχε εκδοθεί, ακουστεί δημοσίως ή αναφερθεί στον τύπο. Όσο τα λίντερ του πολλαπλασιάζονταν, κυκλοφορούσαν ευρέως σε χειρόγραφα αντίγραφα μεταξύ των θαυμαστών. Οι φίλοι, κυρίως αυτοί από το Σεμινάριο, ήταν όχι μόνο το κοινό του Σούμπερτ (και οι αρχειοφύλακές του —πολλά τραγούδια σώζονται μόνο στα αντίγραφα που εκείνοι κράτησαν) αλλά και συνεργάτες, με την έννοια ότι συχνά του έδιναν κείμενα ή τον οδηγούσαν σε ποιητές οι οποίοι άλλως του ήταν άγνωστοι. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι φίλοι του Σούμπερτ τον βοήθησαν να συμπληρώσει τη μάλλον συντηρητική γενική μόρφωση του.
Μέσα σε 18 χρόνια, από το 1810 μέχρι το 1828, ο Σούμπερτ έγραψε περίπου 630 λίντερ, μελοποιώντας τους στίχους περισσότερων από 100 διαφορετικών ποιητών. (Κάποιες φορές μελοποιούσε ξανά το ίδιο ποίημα, είτε επιφέροντας μικρότερες αλλαγές είτε γράφοντας το εξαρχής.) Ο Σούμπερτ χρησιμοποίησε ορισμένες πηγές μόνο μία ή δύο φορές- από την άλλη πλευρά, υπάρχουν 74 μελοποιήσεις στίχων του Γκαίτε και 44 του Σίλλερ. Τραγούδια έγιναν αρχαιοελληνικά ποιήματα σε γερμανική μετάφραση, στίχοι του Σαίξπηρ και άλλων άγγλων ποιητών, στίχοι Ιταλών καθώς και στίχοι που έγραψαν μείζονες και ελάσσονες γερμανοί ποιητές του 18ου και των αρχών του Ι9ου αιώνα. Ο Σούμπερτ συχνά επέλεγε ποιήματα γραμμένα από ανθρώπους που γνώριζε προσωπικά. Περισσότερο ευνοημένος (47 τραγούδια) στάθηκε ο Γιόχαν Μπάπτιστ Μάυρχοφερ, με τον οποίο ο Σούμπερτ έζησε επί περίπου 2 χρόνια. Ο Σούμπερτ έγραψε επίσης τραγούδια με βάση κείμενα του Μπάουερνφελντ, του Μπρούχμαν, του Κέννερ, του Άντον Όττενβαλντ, του Σόμπερ, του Ζεν, του Σπάουν και του Άλμπερτ Στάντλερ, αλλά και κείμενα γνωστών του, όπως ο Καστέλλι. ο Ματτέους φον Κόλλιν, ο Γκρίλπαρτσερ, ο Καίρνερ, η Καρολίνε Πίχλερ, ο Γιόχαν Λάντισλαους Πύρκερ κ.ά. Η ποικιλία των κειμένων, το εύρος των μουσικών συναισθημάτων που αναλύονται, η έκταση και η δομή των τραγουδιών και η σχετική απλότητα ή πολυπλοκότητα τους όχι μόνο αποτέλεσαν μέτρο για τους μεταγενέστερους συνθέτες που ασχολήθηκαν με το είδος αλλά και εξακολουθούν να παραμένουν αξεπέραστα.
Γκιμπς Κ., «ΣΟΥΜΠΕΡΤ, Η ζωή ενός συνθέτη», μτφρ. Π. Δασκαλόπουλου, Αθήνα 2005
|
|