Αγνή Στρουμπούλη
Λίγα λόγια για την
τέχνη της αφήγησης


Τι με οδήγησε στα παραμύθια


Ο ανεκπλήρωτος Έρωτας.
Η ανάγκη να γίνομαι συνεπαρμένη. Με τις αισθήσεις, ολόκληρο το σώμα, την ανάσα, τη σκέψη μου.
Όσο θυμάμαι, το κατακάθι στης ψυχής μου υπήρξε αυτό που λέμε νοσταλγία, δηλαδή, να υποφέρει πάντοτε το άλγος του νόστου. Ποιου νόστου;
Από τότε αρχίζει να με απασχολεί η μνήμη. Αυτός ο χώρος που ξεπερνά τον έλεγχό μου, αλλά ταυτόχρονα έχει τη σιγουριά και το βάρος του βιωμένου.
Οδηγός μου ήταν πάντα η έκταση της γοητείας μέσα μου, έξω από οποιαδήποτε πρόθεση ή ιδιοτέλεια. Αυτές ήταν οι «στιγμές». Τυχαίες, σίγουρες, ανεξέλεγκτες.
Οπότε τι κάνουμε;
Χωρίς ιδιαίτερη επίγνωση, μπαίνω στο χώρο των ελληνικών λαϊκών Παραμυθιών και τότε …ανακαλύπτω τη γλώσσα τους.
Όχι μόνο ως έκφραση, λέξεις, σύνταξη, κ.λ.π., αλλά ως ζωντανό σώμα. Με μορφή, μυρωδιά, θερμοκρασία, παλμό, ρυθμό. Ναι! τόσο ζωντανό.
Όλο και περισσότερο μαγεύομαι και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, από το να την μαθαίνω απ’ έξω, να μπαίνω στους τρόπους της. Της παραδίδομαι.
Εκεί βρίσκω τις αφορμές, τα τσιγκέλια που ερεθίζουν τη μνήμη και «ξεγκαθίζουν» αισθήσεις, πραγματικότητες μη συνειδητές, αλλά εκατό τα εκατό βιωμένες.
Αναφωνώ: ο αθάνατος προφορικός λόγος. Ποτέ δεν πεθαίνει η γλώσσα.
Ο φθόγγος εκλύει το αίσθημα, αν ακουστεί καλά. Απ΄ αυτόν ξεκίνησε ο προ-προ-προπάππος μου και μ’ αυτόν μου κληροδοτεί την εμπειρία του. Κι από γενιά σε γενιά προστίθεται ζωή, ξεχνιέται το γεγονός, αλλά το αίσθημα μεταφέρεται, η εμπειρία κληροδοτείται. Το κάθε κύτταρό μας τα φέρει• η συνείδησή μας δεν ξέρει.
Αχ! Στο δρόμο αυτών των επτασφράγιστων μυστικών πορεύομαι.
Η σκηνή έχει την απαίτηση να εκτεθείς. Θες δε θες φαίνονται ό λ α. Σε εξαναγκάζει να υποχωρήσεις, να παραδεχτείς πού βρίσκεσαι σήμερα, αλλιώς σε πετάει έξω και γίνεσαι ένα ανδρείκελο με μπερδεμένους σπάγκους.

Όταν είμαστε μικροί και παλεύαμε στο δρόμο, το παν ήτανε να βάλουμε τον άλλο κάτω, λέγοντάς του συνέχεια: πες ήμαρτον! Πες ήμαρτον! Δεν ήξερα τι θα πει η λέξη.
Ήτανε στο μυαλό μου ένα κομμάτι άρτου–όπως κόβουμε την αγιοβασιλιάτικη πίττα-λευκό, ξεχωρισμένο, να στέκει μετέωρο σε σκούρο φόντο, που, καθώς έλεγε ο ηττημένος «ήμαρτον», του χαριζότανε και το ‘τρωγε με την ησυχία του…
Το λοιπόν, ήμαρτον.

Αγνή Στρουμπούλη
1999



Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox