Αγνή Στρουμπούλη
Η μύγα,
μικρά πεζά


Η Αγριππίνα

Ήτανε μέρες τώρα που πύκνωνε ο αέρας. Καθώς ανάσαινε, βάραινε ολοένα το στήθος της. Δεν ήταν που δεν έρχονταν μαντάτα, ήταν που κοντοζύγωνε ένα μονάχο μαντάτο, βαρύ• αργοπορώντας να φανερωθεί το πρόσωπο του.
Η Αγριππίνα άφησε βιαστικά το ξεσκονόπανο, που έδινε πρόφαση δουλειάς στα χέρια της, ακούμπησε το ντουβάρι με τη μια παλάμη και με την άλλη στήριξε τη μέση, εκεί στο κεφαλόσκαλο που στάθηκε.
Άκουσε πριν χτυπήσει η πόρτα. Ανατρίχιασε πριν από τα φύλλα• η δρυς φυτεύτηκε όταν γεννήθηκε ο παππούς του Μάρκου.
Στεκόταν εκεί, σκοτεινό άγαλμα στο κεφαλόσκαλο.
Όταν οι άνθρωποι κοίταξαν κατά πάνω τρόμαξαν. Την ένιωσαν πιο σκοτεινή από την είδηση που κουβαλούσαν. Ήταν εκείνη μια βουβή αναγγελία, που έσπευδε ακίνητη να τους προϋπαντήσει.
Κοιτάζονταν ατέλειωτα μέσα στο χρόνο μιας, δυο, τριών στιγμών. Δεν χωρούσε άλλο.
Η Αγριππίνα, άμα τελείωσε αυτή η άφωνη αναγγελία, σήκωσε από τη μέση την παλάμη, έπιασε την κοτσίδα της και την ξερίζωσε. Με μια χεριά δυνατή σαν οργή, τράβηξε την κοτσίδα που έσκιζε στα δυο την πλάτη και την ξεκόλλησε από το κεφάλι της.
Ήξερε από ένστικτο το σώμα να κάνει πόνο το άφωνο, και κραυγή τη μαχαιριά:
« Ο Μάρκος σκοτώθηκε στην Αυστραλία ».
Τα χέρια της Αγριππίνας, που είχανε ζυμώσει ψωμιά για τρεις οικογένειες, είχανε μεγαλώσει παιδιά και νταντέψει γερόντους, είχανε φυτέψει ελιές και ντοματιές, χρυσάνθεμα και δυόσμους, που γνώριζαν με τη σοφία της καθημερινής αγωνίας, τα χέρια αυτά γινήκανε άπραγα. Μέσα σε μια στιγμή τα ξέμαθαν όλα.
Η Αγριππίνα κάθεται με το σκαμνάκι της στον ήλιο και κοιτάζει τις παλάμες της σαν δυο αγνώστους. Καμιά φορά τις ρωτάει για τον Μάρκο ή τους μιλά για τη μέρα που στεφανώθηκε ο Μάρκος μιαν Αγριππίνα.
Κάθε που το αρθρώνει, το όνομα Μάρκος βγαίνει απ' το στόμα της σαν μαργαριτάρι.
Η Αγριππίνα μέσα στη σκοτεινή της τρέλα διάλεξε να κεντήσει περιδέραιο από μαργαριτάρια για να στολίσει το άγνωστο που διέλυσε τη ζωή της• να κανακέψει τον ατέλειωτο χρόνο με λαμπερές μπαλίτσες.
Κι έτσι, αρθρώνει Μάρκος, μουρμουράει Μάρκος, κλαίει Μάρκος, γελάει το στόμα της σαν χάσμα κι αναπηδά Μάρκος, ξερνάει Μάρκος, νανουρίζεται Μάρκος...

Μάρκος, Μάρκος, Μάρκος... ως το αιώνιο φως.


Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox