Αγνή Στρουμπούλη

Η μύγα,
μικρά πεζά


Τα παπούτσια

Μένει στη μονοκατοικία απέναντι απ' το φούρνο. Μια φορά τη βδομάδα περνά η κόρη του, μια χοντρή γυναίκα με μαύρα, του φέρνει μαγειρεμένο φαγητό, πλυμένα ρούχα, τον φροντίζει για δυο τρεις ώρες, σβέλτη και αεικίνητη όπως είναι και φεύγει.
Εκείνος επιστρέφει στο παράθυρο.
Έτσι περνά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, όλα τ' άλλα που κάνει είναι συγκεκριμένα, λιγοστά και κάθε μέρα τα ίδια.
Στις εννέα τo πρωί βγαίνει για ψωμί κι εφημερίδα. Γυαλίζει προσεχτικά τα μοναδικά μαύρα παπούτσια του, φορεί πανωφόρι, κασκόλ και τραβά την πόρτα πίσω του. Περπατά αργά αργά ως τη γωνία, στα ψιλικά αγοράζει την εφημερίδα, περνά στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπαίνει στο φούρνο και πάλι αργά αργά επιστρέφει σπίτι.
Κάθε πρωί η ίδια ακριβώς διαδρομή, ένα σωστό ορθογώνιο τρίγωνο, σαν κάποιος να το 'χει σχεδιάσει στην άσφαλτο κι εκείνος φροντίζει να μην κάνει ούτε βήμα έξω από τη γραμμή.
Κάθεται πάλι στο παράθυρο, φορεί τα γυαλιά του και διαβάζει ως το μεσημέρι την εφημερίδα ολόκληρη, ακόμη και τις μικρές αγγελίες.
Μετά τη διπλώνει στις τσακίσεις και την προσθέτει στη στοίβα πλάι στο ντιβάνι, απ' όπου θα την πάρει το άλλο πρωί, να την απλώσει στο τραπέζι, για το γυάλισμα των παπουτσιών.
Χρόνια τώρα φορεί τα ίδια παπούτσια, έγιναν σωστό εκμαγείο των ποδιών του, όμως βαστούν ακόμα. Και τα πόδια του βαστούν ακόμα, ωχρά κι αδύνατα πολύ, με νύχια σκληρά, από τα χρόνια. Στρώνει την εφημερίδα και πιάνει να στιλβώσει τα παπούτσια, παρ' ότι δεν πρόλαβαν να χάσουν τη χθεσινή γυαλάδα.
Η συχωρεμένη, όλα τα χρόνια, είχε έτοιμο νερό όταν γυρνούσε σπίτι• γέμιζε την τσίγκινη λεκάνη και του έπλενε τα πόδια. Δεν θυμάται ποτέ να το ζήτησε, άλλωστε δεν το συνήθιζαν στο πατρικό του. Εκείνη το έφερε μαζί με όλα τ' άλλα που έφτιαξαν το δικό τους σπιτικό, κι έπειτα, με τα χρόνια, ριζώθηκαν ως τρόποι παλαιοί και ισχυροί.
Καθόταν σ' ένα σκαμνάκι αντικριστά και του σαπούνιζε τα πόδια μαλακά και σίγουρα, μετά έστρωνε μια πετσέτα στην ποδιά της και τα έτριβε καλά καλά, να τα στεγνώσει. Κι η ζέστη ανέβαινε από τις γάμπες στους μηρούς κι έπειτα στην κοιλιά και του ξεκούραζε όλο το κορμί. Αυτήν την ώρα δεν κουβέντιαζαν, άλλωστε τι περισσότερο να πουν.

Τώρα αυτός περιποιείται τα παπούτσια, σαν να περιποιείται τα πόδια του κι είναι μια κίνηση απαραίτητη κάθε πρωί, από εκείνες τις πράξεις που εύκολα ένας τρίτος ονομάζει γεροντικές παραξενιές.
Μ' αυτήν την τάξη περνούν οι μέρες και οι μήνες ήσυχα κι ομοιόμορφα• κι αυτή η τάξη είναι η δική του κατάφαση σ' ό,τι του χάρισε και του επιτρέπει ακόμα η ζωή.
Κάποια μέρα τον έχασα από το παράθυρο κι έκτοτε οι επισκέψεις της κόρης του έγιναν πολύ πιο τακτικές. Πέρασαν δεκαπέντε μέρες, ένας μήνας έτσι.
Ένα Σάββατο πρωί, στους παραστάτες της εξώπορτας είχε δυο χαρτιά με μαύρη ρίγα.
Μετά ένα μήνα φάνηκε πάλι η κόρη του, να ξεδιαλέξει τα πράγματα και να συγυρίσει το σπίτι. Μπορεί να το νοίκιαζε ή ίσως να έμενε η ίδια.
Κουβάλησε στη γωνία του δρόμου στοίβες μπουκάλια, εφημερίδες, ρούχα σε κούτες και νάιλον σακούλες.
Στην άκρη αφημένα και τα μαύρα παπούτσια που με τα χρόνια έμοιασαν στα πόδια που τα φορούσαν. Το δέρμα λέπτυνε και τέντωσε, σχηματίζοντας το κότσι, την καμπύλη του μεγάλου δάχτυλου και τις πολλές πολλές ζάρες στο τσάκισμα, που κάνει το παπούτσι καθώς βαδίζοντας το ένα πόδι ξεκολλά από τη γη και το άλλο ακουμπά με το τακούνι.

Τώρα βρίσκονται στη γωνία στιλβωμένα και άχρηστα.
Όμως μπορεί να περάσει εκείνος ο γέρος που πρωί πρωί τριγυρνά στις γειτονιές, σέρνοντας ένα ξεχαρβαλωμένο παιδικό καρότσι και σκαλίζει σαν τις γάτες τα σκουπίδια.
Μπορεί. Να τα δει και να τα μαζέψει.




Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox