Αγνή Στρουμπούλη
συνομιλία με την «παραμυθού» Αγνή Στρουμπούλη
Καισαριανή, Ιούλιος 2007


- Με ποιο τρόπο συνδέεται ο κόσμος του παραμυθιού με τον πραγματικό κόσμο;

- Να πούμε από την αρχή, ότι αφηγούμαι λαϊκά μαγικά παραμύθια.
Λαϊκά είναι τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης, που μεταδόθηκαν για αιώνες από στόμα σε στόμα, κι απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα, περίπου, αρχίζουν να καταγράφονται .
Μαγικά –που είναι και τα κατ’ εξοχήν παραμύθια- είναι αυτά στα οποία λαμβάνει χώρα το θαυμάσιο, δηλαδή το θαύμα: … « να του πεις να φέρει μια κοπέλα που από το στήθος της βγαίνουν γαρύφαλλα, κι άμα κόψεις ένα γαρύφαλλο, βγαίνουν άλλα.»…
Τώρα, με ρωτάς πώς συνδέεται αυτός ο θαυμαστός κόσμος με τον πραγματικό.
Ενιαίος είναι ο κόσμος, και τα παραμύθια –η κατασταλαγμένη σοφία του ανθρώπου- μοχθούν να μας ανοίξουν τα μάτια!
Γιατί το Φόβο, που όλοι έχουμε, αντί «να τον κοιτάξουμε στα μάτια, να φοβηθεί και να φύγει», τον βάζουμε τροφό στον Εγωισμό, που πάλι όλοι έχουμε. Και τι κάνει ο κυρ-Φόβος; Του ανοίγει του Εγωισμού το στόμα να! και μ’ ένα μεγάλο κουτάλι τον ταΐζει , τον ταΐζει και γίνεται ένας χοντρο- Εγωισμός. Κι αρχίζουμε: «Εγώ. Εγώ…»
Και μ’ αυτό το εγώ, εγώ, τυφλωνόμαστε και δε βλέπουμε τίποτα γύρω μας.
Τα παραμύθια, λοιπόν, μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν να αναγνωρίσουμε τον αληθινό κόσμο, που θρονιάζεται μέσα στον πραγματικό.
Δίνοντας την εικόνα διοχετεύεται και το αίσθημα, δεν κρατάς απόσταση. Ο θεωρητικός λόγος είναι ένας λόγος επιβολής. Ο λόγος των παραμυθιών ή ο λόγος των εικόνων είναι πολύ αθώος λόγος. Τα παραμύθια δεν είναι καθόλου θεωρητικά παρόλο που μπορούν από αυτόν το λόγο να πλάθουν πάρα πολλές θεωρίες. Σήμερα πάρα πολλές επιστήμες προσεγγίζουν τα λαϊκά παραμύθια, η γλωσσολογία, η λαογραφία, η ψυχιατρική και η ανθρωπολογία και κάθε επιστήμη λέει τα δικά της…

- Πώς βιώνει το παιδί το παραμύθι και πώς «ο μεγάλος»; Εσείς πού νοιώθετε ότι απευθύνεστε περισσότερο;

- Το παιδί από τη φύση του, βρίσκεται πιο κοντά στο θαυμάσιο του κόσμου. Επίσης δεν έχει παραχωρηθεί ακόμα στις συμβάσεις της ζωής των μεγάλων, οπότε είναι πιο αυθόρμητο. Καμιά φορά και κάτι μεγάλοι είναι έτσι…
Ε, λοιπόν, σ’ αυτούς απευθύνομαι : μικρούς και μεγάλους με ανοιχτά μάτια, ανοιχτά αυτιά, ανοιχτούς πόρους, με δυο λόγια μ’ ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΟ σώμα για να πάρουν μέσα τους το Παραμύθι. Κι ο καθένας ανάλογα με την εμπειρία του, την ευαισθησία του, τις ανάγκες του… να το μηρυκάσει με την ησυχία του μέσα στο χρόνο.
Έτσι κι αλλιώς το παραμύθι με τους τρόπους του βοηθάει το άνοιγμα. Δε σε απειλεί.
Ίσα ίσα που πολύ συχνά μοιάζει αφελές:
Παραμύθι μύθαρος, κι η κοιλιά σου πύθαρος!
Γιατί να είναι πύθαρος;
Μα, για να χωρέσει τα ψέματα που θα σου πω!

- Ενδεχομένως τα παιδιά να μην καταλαβαίνουν τις διάφορες διαλέκτους. Πόσο εμποδίζει ο ανοίκειος ιδιωματικός λόγος των λαϊκών παραμυθιών να προσλάβουν και να κατανοήσουν το παραμύθι;

-Εδώ να πούμε το εξής. Το παραμύθι είναι ένα πολύ πυκνό σώμα, έρχεται μέσα από τα βάθη της μνήμης των ανθρώπων και φέρει στοιχεία από πολύ διαφορετικές στιγμές και εμπειρίες τις οποίες δε συνειδητοποιούμε πάντα, αλλά φέρουμε. Ακριβώς επειδή είναι τόσο πυκνό, μπορεί να γίνει πρώτη, δεύτερη, τρίτη, ή ακόμη και τέταρτη ανάγνωση. Ένα παιδάκι θα πάρει οπωσδήποτε το πρώτο επίπεδο, τις εικόνες που του δίνεις. Αν γοητευτεί κι ανοίξει πιο πολύ και το στόμα του και τα μάτια του, θα περάσουν και τα άλλα μέσα του και σε μια άλλη στιγμή της ζωής του θα τα συνειδητοποιήσει. Ένας μεγάλος μπορεί από την πρώτη στιγμή να πάει και στο δεύτερο επίπεδο της ανάγνωσης αλλά οπωσδήποτε επειδή τα παιδιά είναι ζωντανά κι έχουν το ένστικτο της ζωής πολύ έντονο, διαισθάνονται ακόμη κι αυτά που δεν καταλαβαίνουν. Διαισθάνονται ότι τους μιλάς για ουσιαστικά πράγματα της ζωής και το ευχαριστούνται. Γι’αυτό και πολλοί γονείς και παιδαγωγοί μου λένε ότι τα παιδιά προτιμούν τα λαϊκά παραμύθια, κάτι που το γνωρίζω κι εγώ η ίδια από την εμπειρία του δικού μου παιδιού. Το πιο σημαντικό όταν λες ένα παραμύθι στα παιδιά δεν είναι η ανησυχία μήπως δεν καταλάβουν τη γλώσσα. Μήπως από την καθημερινή ζωή ξέρουμε τι καταλαβαίνουνε; Το παιδί καταλαβαίνει από το αίσθημα που του μεταδίδεις, κι εγώ αυτό που λέω πάντα είναι να μην κοροϊδέψουμε τα παιδιά, να μην τα μπερδέψουμε στο αίσθημα. Το παιδί καταλαβαίνει το αίσθημα από αυτό που φέρει όλο το σώμα σου. Κι αυτό είναι σε θέση να το παρακολουθήσει. Το λαϊκό παραμύθι είναι γεμάτο από αυτό το αίμα της ζωής που δεν είναι δυνατόν να μην το καταλάβει κανείς, να μείνει αδιάφορος.

- Αντιπαραβάλετε τη σκληρότητα της πραγματικής ζωής με τη σκληρότητα των παραμυθιών.

- Η σκληρότητα της ζωής μας πληγώνει, μας τσακίζει πολλές φορές.
Στα παραμύθια, πρώτα πρώτα υπάρχει η σύμβαση του ψεύδους, που μας καθησυχάζει ότι δεν κινδυνεύουμε άμεσα.
Άρα μπορούμε να ξαναζήσουμε, ηδονικά, τη σκληράδα της ζωής μέσα από τη σκληράδα των παραμυθιών, απομυζώντας τώρα και το νόημα, που μπορεί να έχει. Τα παραμύθια λένε και σκληρά πράγματα αλλά η ομορφιά βρίσκεται ακριβώς στο ότι τα λένε. Η μουσικότητα του λόγου έχει αυτήν την τρομερή χάρη να μπορεί να «σηκώσει» να ακούσουμε κάτι που μπορεί να είναι πάρα πού σκληρό και στην αμεσότητα της ζωής να είναι ανυπόφορο.

- Πόσο ανάγκη έχει ο σύγχρονος άνθρωπος την επαφή με τα παραμύθια και τι ρόλο είχαν αυτά παλιότερα;

- Νομίζω ότι ο ρόλος τους είναι ο ίδιος. Να μας παρηγορήσουν μέσα στη ζωή. Είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα θαύμα και δεν ξέρουμε πώς να γίνουμε κομμάτι του. Γιατί είμαστε τρομερά παλικαράκια, κι είπαμε: «Α! όχι, δεν θέλουμε να μας το χαρίσετε, θέλουμε να το ανακαλύψουμε μόνοι μας»
Σ’ αυτήν την περιπέτεια, λοιπόν, έχουμε ανάγκη να μοιραστούμε: τις λαχτάρες, τις ανακαλύψεις, την αγωνία.. να προκαλέσουμε , ν’ απαντήσουμε κάθε φορά.
Μας είναι γνωστό πώς βιώθηκε το παραμύθι ως τα χτες. Στο σχήμα του κύκλου της ομάδας.
Σήμερα που είμαστε άτομα, άρα σπάσαμε τον παλαιό κύκλο σε πολλές γραμμούλες, αναζητάμε τους τρόπους λειτουργίας τού παραμυθιού, για να μη γίνει απολίθωμα…

- Εσείς τι νιώθετε ότι μεταδίδετε με την αφήγηση;

Αισθάνομαι ότι μεταδίδεται πάντα αυτή η λαχτάρα για ζωή που είναι πρωτογενής, είναι πριν από κάθε επιδίωξη, πριν από κάθε αξιολόγηση. Είναι η λαχτάρα να νιώσεις ότι είσαι ζωντανός με όλο σου τον εαυτό και να μοιραστείς αυτό το αίσθημα με τους άλλους. Όταν λέω παραμύθια έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε αυτό το πεδίο, κι εγώ που τα λέω κι οι ακροατές που με ακούν και που εκείνη την ώρα συμμετέχουν. Πράγματα τα οποία στην καθημερινή ζωή δε μπορούν να ειπωθούν, πράγματα τα οποία όσο εξομολογητικός και να είναι κανείς δεν μπορεί ακριβώς να τα εκφράσει, έρχεται το παραμύθι έχοντας έναν λόγο μεταφορικό και μιλάει γι’ αυτά ακριβώς τα ανείπωτα. Βρίσκει έναν τρόπο να τα πει, ή, με άλλα λόγια, περνάει ξυστά από δίπλα τους έτσι που να μην είναι ανείπωτα, να μην είναι σιωπηλά.

- Πώς βιώνετε σε κάθε αφήγηση την επικοινωνία με το παραμύθι και την επικοινωνία με το κοινό;

- Το παραμύθι είναι ένα ζωντανό, ολοζώντανο σώμα. Το κοινό επίσης.
Η συνάντηση αυτή έχει πολλά κοινά στοιχεία μ’ ένα ερωτικό ραντεβού.
Βρίσκομαι πάντα στο καρδιοχτύπι της προετοιμασίας γι’ αυτή τη συνάντηση.
Πέρα από τη μακρόχρονη συμβίωση με το παραμύθι, για να μου ανοιχτεί, να μου ψιθυρίσει τα μυστικά του (που γίνονται για μένα εξαιρετικές ανακαλύψεις),
υπάρχει η φροντίδα του χώρου, κι ακόμα πιο πολύ –μια και εξαρτάται απ’ το χέρι μου- η δική μου προετοιμασία. Αυτό σημαίνει : ασκήσεις, μόνωση, σιωπή, φαγητό λίγο, ξεκούραση, και «περιποίηση» σα να ετοιμάζομαι νύφη! Αλήθεια!
Σ’ αυτή την έξαρση της λαχτάρας, της έγνοιας να πάνε όλα καλά, βγαίνω!
Μα υπάρχουν και απροσδιόριστοι λόγοι που, άλλοτε, μπορεί όλα να μπουν σ’ ένα υπέροχο ρεύμα επικοινωνίας – η σιωπή του κοινού έχει πάρα πολλές ποιότητες που μιλούν άμεσα στο σώμα μου – κι άλλοτε να υπάρξει επιφύλαξη, και να εντείνει την ανησυχία.
Κατά τη διάρκεια της Παράστασης βρίσκομαι σε τρομερή εγρήγορση. Γίνομαι, όπως λέμε εκατόγχειρ, εκατόφθαλμος. Βλέπω την εικόνα που λέω, βλέπω την εικόνα που έρχεται, βλέπω το κοινό, βλέπω το χώρο…
Έχω ζήσει εξαιρετικές εμπειρίες και μάλιστα έτυχε, από την πρώτη ή δεύτερη παράσταση της ζωής μου. Ένοιωσα τόσο έντονη την προσήλωση του κοινού, που «είδα» ν’ ανοίγεται ανάμεσά μας μια πλατιά κοίτη όπου έρχονταν να με συναντήσουν, και πήγαινα να τους συναντήσω. Ενώ η αφήγηση συνεχίζονταν, σκέφτηκα «όπου και να τους πάω, θα μ’ ακολουθήσουν!»
Ήταν μια γεμάτη αίσθηση, σαν ζουμερό κεράσι στο στόμα.



Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox