"Δημήτρης Μητρόπουλος" Κεντρική σελίδα

Δημήτρης Μητρόπουλος

Γράφει η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου:

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

[Χριστοδούλου Ν., ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ,
Αθήνα 1996]


[…] Το χειρόγραφο, φωτοτυπημένο αντίγραφο του οποίου έχω στα χέρια μου εδώ και ένα μήνα, απ’ όπου και μελέτησα το έργο, έχει το γερμανικό τίτλο: «Eine Griechishe Sonate», δηλαδή «(Μία) Ελληνική Σονάτα». Αυτό ήδη απηχεί την πρόθεση του Μητρόπουλου να δώσει στο έργο έναν ευρωπαϊκό τόνο, ένα ευρωπαϊκό ήθος. Πρόκειται για ένα νεανικό έργο που έγραψε σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών στις Βρυξέλλες, όπου συνέχιζε τις σπουδές του.

Ανήκει στην πρώτη περίοδο της συνθετικής δραστηριότητας του συνθέτη και είναι το μεγαλύτερο έργο του για πιάνο. Έχει τέσσερα μέρη. Το πρώτο είναι το Allegro non troppo. Είναι ένα είδος πιανιστικής συμφωνίας, γιατί έχει κατ’ εξοχήν ορχηστική γραφή. Το δεύτερο μέρος είναι Scherzo, Allegretto, με έντονα λαϊκά στοιχεία. Το τρίτο μέρος έχει ιμπρεσσιονιστικό χαρακτήρα και είναι Lento. Το τέταρτο μέρος είναι επίσης Allegro non troppo με διάφορες τάσεις.

Η Σονάτα είναι έργο πάθους και υπερβολής, αποτύπωμα της χειμαρρώδους φύσης, του αναμφισβήτητου ταλέντου και της μουσικής ευαισθησίας του Μητρόπουλου, αλλά κυρίως των μουσικών του γνώσεων. Είναι έργο φιλόδοξο, μεγαλόπνοο και εξαιρετικά δεξιοτεχνικό, με έντονο συμφωνικό χαρακτήρα, όπως ανέφερα και πριν. Δεν αφήνει καμία αμφιβολία πως είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο όχι απλά εξοικειωμένο με τη συμφωνική γραφή, αλλά και με όλα τα θέλγητρα που βιώνει ένας διευθυντής ορχήστρας. Για το πιάνο η γραφή είναι απόλυτα ενορχηστρωμένη, θα έλεγα σε σημείο που το όργανο αυτό με τις ύστατες πολυφωνικές του δυνατότητες συχνά αδυνατεί να ανταποκριθεί. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τον ερμηνευτή και ίσως σ’ αυτό οφείλεται το γεγονός πως έχει παιχτεί ελάχιστα. Εν πάση περιπτώσει το έργο ήταν για πολλές δεκαετίες τυλιγμένο σ’ έναν πέπλο σιωπής. Ένας άλλος παράγοντας που, όπως πιστεύω, έχει συντελέσει σ’ αυτό είναι η μεγάλη του διάρκεια. Διαρκεί γύρω στα 40′.

Στη μεγάλη Σονάτα συμβαίνει ό, τι και στα τραγούδια του Μητρόπουλου. Έχουμε δηλαδή μια μελωδία η οποία κινείται σε μικρά διαστήματα, αλλά το συνοδευτικό σύμπαν που περιβάλλει τη μελωδία αυτή είναι υπερβολικό, ακραίο, κινείται με μεγάλες μουσικές χειρονομίες, έχει ένα γενναιόδωρο ορχηστικό χρώμα και αυτό είναι ένα στοιχείο που αντιπροσωπεύει και εκφράζει τη μουσική σκέψη ενός μαέστρου. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σ’ αυτό ειδικά το έργο είναι επηρεασμένος από το γερμανικό εξπρεσιονισμό και από τους συγχρόνους του που έψαχναν μια νέα εκφορά της μελωδίας. Στη περίπτωση της Ελληνικής Σονάτας η αναβίωση της μελωδίας συγχέεται και με άλλα στοιχεία, δηλαδή με το λαϊκό στοιχείο, με το ιμπρεσσιονιστικό στοιχείο και με επιρροές από την ελληνική μουσική στη αναζήτηση ενός νέου μουσικού ήθους που βασίζεται στις συνενώσεις διαφορετικών μουσικών ιδιωμάτων.

Σ’ αυτό το σημείο θα τολμήσω να θίξω ένα άλλο μεγάλο θέμα, που είναι ακριβώς η ορχηστική σκέψη του Μητρόπουλου σ’ ένα έργο γραμμένο για πιάνο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Μητρόπουλος ήταν εξαιρετικός πιανίστας. Στη Σονάτα ακούμε μια βαθιά και συγκροτημένη πιανιστική σκέψη. Πάρα πολλά περάσματα που ακούγονται εξαιρετικά δύσκολα – χωρίς να το αρνούμαι ότι είναι – φαίνονται παραπάνω δύσκολα από όσο είναι στην πραγματικότητα, κι αυτό γιατί το πιάνο ηχεί ωραία και ενορχηστρώνει με τις ύστατες δυνατότητες του τη σκέψη του συνθέτη. Στην ιστορία της πιανιστικής φιλολογίας υπάρχει αυτό το είδος της ορχηστρικής γραφής, της οποίας αφετηρία θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη Σονάτα Hammerklavier του Beethoven, που θα μπορούσε να λέγεται Orchestersonate (Ορχηστρική Σονάτα), γιατί πρόθεση του συνθέτη ήταν μια καθαρά ορχηστρική γραφή. Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται το πρόβλημα «μαέστρος και σύνθεση». Θεωρώ ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος ακολούθησε την παράδοση πολλών μαέστρων της εποχής του. Ας θυμηθούμε τον Furtwangler ή τον Klemperer, δύο μαέστρους που έγραφαν ακατάπαυστα μουσική. Ίσως ήταν μια μορφή υστερίας, εσωτερικής ομιλίας ή εσωτερικής πειθαρχίας που να εμψυχώνει την έμπνευση ή την ερμηνεία πάνω στο podium. Δεν θα ξεχάσω αυτό που είχε πει ο Σεφέρης για τον Μητρόπουλο: «Η τέχνη του ήταν… να πλάθει, να οδηγεί και να εξαπολύει το συναρπασμό».

Ο Μητρόπουλος ήταν ένας πολύ μεγάλος μαέστρος κι ένας πολύ σημαντικός συνθέτης. Η σύνθεση για εκείνον ήταν μια μορφή αντικατοπτρισμού, μια μορφή ψυχικής αντίστιξης για να μπορέσει να ανταποκριθεί, να δαμάσει και να εξωτερικεύσει με ισορροπία τη βαθύτατα υπαρξιακή του ανάγκη να εκφραστεί.

Είναι γνωστή η γνώμη και οι αντιρρήσεις του Ferruccio Busoni για τη Σονάτα: «Θα πρέπει να απαλλαγείς από το υπερβολικό πάθος και να επιστρέψεις στο Mozart, για να βρεις την καθαρότητα στη μουσική σκέψη και την καθαρότητα στη γραφή», του είχε πει.

Ο ίδιος ο Μητρόπουλος είχε παίξει τη Σονάτα τον Νοέμβριο του 1926 στην Αθήνα. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές από τις κριτικές της εποχής, που έχω στα χέρια μου. Γράφει η Σοφία Σπανούδη: «Μα είναι τάχα ελληνική αυτή η Σονάτα; Έχει όλο το χαρακτήρα μια συγκλονιστικής, παρακινδυνευμένης improvisation όπου συνθέτης και εκτελεστής διαδηλώνει επίσημα και επιτακτικά ότι με κανέναν τρόπο δεν θέλει να ακολουθήσει τον ίδιο, τον αλάνθαστο δρόμο της Τέχνης».

Ο Ιωάννης Ψαρούδας γράφει στο Ελεύθερον Βήμα μεταξύ άλλων: «Είναι μια απόπειρα δειλή όπου η ομιχλώδης εμφάνιση ελληνικών θεμάτων πνίγεται σε ωκεανούς πολυφωνίας και, φευ, συχνά κακοφωνίας εις καταρράκτας συγχορδιών και είναι κρίμα ότι ο κ. Μητρόπουλος καταγίνεται από τινος εις την σύνθεσιν έργων από τα οποία εκουσίως απομακρύνει κάθε έμπνευση, κάθε αυθόρμητη μελωδική και ειλικρινή γραμμή, επιζητών με κάθε τρόπο το παράξενο, το ανειλικρινές και επιτυγχάνων συχνά το δυσάρεστο».

Εν πάσει περιπτώσει, όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι ένα ακραίο εκφραστικά έργο και συχνά κάθε ακραίο εκφραστικά έργο στην εποχή του δημιουργεί μεγάλες αντιρρήσεις και αντιδράσεις, ενώ ο δημιουργός είναι ο ίδιος αυτός που είναι απόλυτα υπεύθυνος και κουβαλάει ολόκληρη την ευθύνη του έργο, υποψιασμένος, ενήμερος κι υπεύθυνος εργάτης της μουσικής, όπως ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Ένας βαθιά σεμνός, λιτός άνθρωπος και μουσικός, που μας έχει, μέσα από αυτή τη σονάτα, αφήσει σπαρακτικές κραυγές και οδυνηρές περιστασιακές αναζητήσεις. Εγώ θα τις ονόμαζα κάτι σαν σπασμωδικές μουσικές χειρονομίες, για την ακρίβεια. Γιατί πέρα από πίσω από όλα αυτά, διακρίνεται το ανάστημα ενός Μουσικού (κι αυτό το εννοώ με Μ κεφαλαίο), όπου η δύναμη της έκφρασης περνά από τα διυλιστήρια ενός τεράστιου οικοδομήματος γνώσεων και μιας πολύ βαθιάς μουσικής ευφυΐας.

Και οτιδήποτε να έχει πει κανείς ακούγοντας αυτό το έργο, δηλαδή οποιαδήποτε αντίρρηση μπορεί να φέρει, ότι αυτό το έργο έχει αυτές τις αδυναμίες, αυτά τα προτερήματα και αυτά τα ελαττώματα – δηλαδή όσο ευπρόσβλητο μπορεί να είναι αυτό το έργο σε οποιαδήποτε κριτική, πέραν από την προσωπική γνώμη και τις προσωπικές κρίσεις -, όμως διακρίνει κανείς πάντα ένα βαθύ ειρμό στη μουσική του σκέψη και πολύ βαθιά γνώση της πιανιστικής γραφής.

Τώρα υπάρχει και ένα μεγάλο θέμα, δηλαδή πως ένας ερμηνευτής σήμερα, στα πρόθυρα του 2000, καλείται να ανακαλύψει ένα παλιό χειρόγραφο, που περιβάλλεται από ένα κύκλο σιωπής, που είναι στο σκοτάδι για πολλά χρόνια, και να το παρουσιάσει ξανά στο κοινό.

Είναι ένα έργο που στην πραγματικότητα κρατάει κλειστά τα χαρτιά του. Και, εν πάση περιπτώσει, το να σκάβεις και να κάνεις αυτή την προσπάθεια, το να σκύβεις πάνω από μια τέτοια κολοσσιαία κλασική δημιουργία, που διαρκεί 40′, είναι τουλάχιστον πολύ προκλητικό. Είναι συγχρόνως και οδυνηρό, περνάει κανείς πολλά στάδια. Δηλαδή, μπορεί να περάσει από το στάδιο της αμφισβήτησης, του θαυμασμού, της κατανόησης, της απόρριψης, της αποδοχής, του δέους – είναι μια τεράστια μουσική περιπέτεια στην οποία καλείται ο ίδιος ο δημιουργός, αλλά και όλοι οι ακροατές, μαζί να συμμετάσχουν, μέχρι να φτάσουν στην ίδια την όχθη που ο ίδιος ο συνθέτης μας προκαλεί και μας προσκαλεί.

"Δημήτρης Μητρόπουλος" Κεντρική σελίδα





Designed by TemplatesBox