Κεντρική σελίδα Γεράσιμου Χοϊδά

Γεράσιμος Χοϊδάς

Μουσική για Τσέμπαλο

Είναι δύσκολο να περιγράψεις ένα όργανο με ένα κείμενο. Το όργανο είναι πάνω απ’ όλα ήχος, μουσική, και γενικότερα έχει να κάνει με τις αισθήσεις. Ο Στάθης Κιοσόγλου, δάσκαλός μου στο κλαρινέτο, μου είπε την πρώτη φορά που τον συνάντησα και του είπα πως μ’ αρέσει το κλαρινέτο και θέλω να μάθω:

«Δεν αρκεί να σου αρέσει ο ήχος του. Μαθαίνεις να αγαπάς τη μυρωδιά του, τη γεύση του εβένου στο στόμα σου....»

Πόσο δίκιο είχε!

Ας προσπαθήσουμε όμως στο γραπτό αυτό να σχηματίσουμε μια εντύπωση για το τσέμπαλο, με τη βοήθεια και κάποιων εικόνων και ηχητικών αποσπασμάτων.


ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το τσέμπαλο είναι ένα από τα παλαιότερα πληκτροφόρα όργανα. Η γέννησή του τοποθετείται στα τέλη του 14ου αιώνα, όταν σε ένα γραπτό από την Πάντοβα αναφέρεται πως κάποιος εφηύρε «ένα όργανο που ονομάζεται clavicembalum». Η πρώτη απεικόνιση τσεμπάλου χρονολογείται στα 1425. Πρόκειται για ένα γλυπτό από το Minden της Βορειοδυτικής Γερμανίας. Αξίζει να σημειώσουμε την γεωγραφική διαφορά των 2 πηγών, δείγμα πως το νέο όργανο διαδόθηκε αρκετά γρήγορα.

Το πληκτροφόρο αυτό όργανο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, και πλάι στα άλλα πληκτροφόρα, το κλάβικορντ και το εκκλησιαστικό όργανο, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την αναγέννηση ως τα τέλη του 18ου αι. Οι πολλές δυνατότητές του, η ομορφιά της κατασκευής και του ήχου του, αλλά και το βολικό του μέγεθος (μικρότερο και ελαφρύτερο από το εκκλ. όργανο) το έκαναν Βασιλιά των οργάνων στα σπίτια, τα σαλόνια, την όπερα αλλά και οπουδήποτε αλλού παιζόταν μουσική. Μικρά ξαδερφάκια του είναι το σπινέτο και το βέρτζιναλ (παρθένιον). Ουσιαστικά πρόκειται για τσέμπαλα διαφορετικού σχήματος. Γύρω στα 1810 η χρήση του ατόνησε, καθώς το τσέμπαλο έδωσε τη θέση του στο, τελειοποιημένο πια, φορτεπιάνο, μακρινό πρόγονο του σημερινού πιάνου. Η απουσία του όμως δεν κράτησε πολύ. Ήδη από τα 1880 έγιναν προσπάθειες αναβίωσης του οργάνου, παράλληλα με την αναβίωση της Παλαιάς Μουσικής γενικότερα.


ΤΟ ΤΣΕΜΠΑΛΟ ΣΗΜΕΡΑ Οι πρώτες προσπάθειες κινήθηκαν περισσότερο προς την κατεύθυνση κατασκευής ενός μοντέρνου τσεμπάλου, παρά προς την επαναφορά του παλαιού. Από τα μέσα του 20ου αιώνα όμως, κρίθηκε απαραίτητη η παρουσία του παλαιού, ιστορικού τσεμπάλου, για τη σωστή απόδοση της αναγεννησιακής και μπαρόκ μουσικής, καθώς το νεώτερο τσέμπαλο πολύ λίγο είχε να κάνει με εκείνο των προηγούμενων αιώνων. Έτσι, τα σωζόμενα παλαιά τσέμπαλα μελετήθηκαν, και όσα ήταν δυνατόν επισκευάστηκαν και ξανάπαιξαν. Τότε άρχισε και η πραγματική αναβίωση του οργάνου. Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει τη διεξοδική «μέσα κι έξω» μελέτη των παλαιών οργάνων χωρίς να χρειαστεί να τα καταστρέψουμε. Σε συνδυασμό με τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής –με το χέρι- και τη χρήση κορυφαίας ποιότητας ξύλου και υλικών, κατασκευάζονται σήμερα πολλά τσέμπαλα-αντίγραφα παλαιών, και πολλοί είναι οι κατασκευαστές που έχουν πετύχει να φτιάχνουν όργανα εφάμιλλα, αν όχι καλύτερα, των ομορφότερων ιστορικών τσεμπάλων.

Έτσι το τσέμπαλο ξαναμπήκε στη ζωή μας, ως το καταλληλότερο όργανο (ή μάλλον το μόνο κατάλληλο) για να ερμηνεύσουμε την μουσική που επί 3 αιώνες γραφόταν γι αυτό. Στην Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, το κοινό μπορεί πια να απολαμβάνει τα κορυφαία έργα των Bach, Scarlatti, Frescobaldi, Mozart και άλλων ακόμα κορυφαίων δημιουργών, παιγμένα από κορυφαίους τσεμπαλίστες, σε κορυφαία όργανα.

Δυστυχώς το τσέμπαλο στην Ελλάδα είναι λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό. Ουσιαστικά το όργανο αυτό ποτέ δεν ήρθε στον Ελλαδικό χώρο στο παρελθόν, όπως και κανένα άλλο πληκτροφόρο. Το μόνο όργανο αυτής της οικογένειας που έφτασε στην πατρίδα μας είναι το μοντέρνο πιάνο. Σε αυτό συνέβαλλε το διαφορετικό πολιτισμικό μονοπάτι που ακολούθησε ο Ελληνισμός κατά τη 2η χιλιετία μ.Χ. Σίγουρα όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι, μια και άλλα όργανα που χρησιμοποιούνται στη δυτική μουσική ήρθαν νωρίτερα. Ίσως ένας από τους λόγους που το τσέμπαλο και τα παλαιότερα πληκτροφόρα δεν «ευδοκίμησαν» ποτέ στα μέρη μας, να είναι και το κλίμα μας. Θερμό και ξηρό, ταλαιπωρεί τα παλαιά πληκτροφόρα όργανα που είναι ευαίσθητα στις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας, και δεν αντέχουν την ξηρασία και τη ζέστη. Στις μέρες μας υπάρχουν στην Ελλάδα ελάχιστα τσέμπαλα. Το κοινό όμως της μουσικής αυτής συνεχώς αυξάνεται, και η πρώτη γενιά καλών Ελλήνων τσεμπαλιστών είναι γεγονός.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

Το τσέμπαλο είναι ένα πληκτροφόρο-νυκτό όργανο. Αποτελείται από μία ή περισσότερες «χορωδίες» χορδών, που είναι τεντωμένες πάνω από την αρμονική έδρα ή αντηχείο, και από μία ή δύο σειρές πλήκτρων (κλαβιέ). Ο μηχανισμός είναι πολύ απλός και πολύ ακριβής: πατώντας το πλήκτρο, η προέκτασή του λειτουργεί σαν μοχλός ο οποίος ανασηκώνει τα «σαλταρέλα», ξύλινα εξαρτήματα τα οποία είναι τοποθετημένα κάθετα κάτω από τις χορδές. Το κάθε σαλταρέλο έχει από μία «πένα» ή «πλήκτρο», η οποία «πλήττει» τη χορδή όταν το σαλταρέλο ανασηκώνεται. Αυτό προκαλεί έναν νυκτό ήχο. Όταν αφήνουμε το πλήκτρο και το σαλταρέλο επανέρχεται στην αρχική του θέση, το «πνηγείο», ένα κομματάκι τσόχα που είναι τοποθετημένο στο σαλταρέλο, ακουμπά τη χορδή και σταματά τον ήχο.

Ανάλογα με το πόσες χορωδίες χορδών (σετ χορδών που παράγουν όλες τις νότες) έχει το κάθε τσέμπαλο, έχει και τον αντίστοιχο αριθμό σειρών από σαλταρέλα. Τις χορωδίες μαζί με τα σαλταρέλα τους τις ονομάζουμε «ρετζίστρα». Το κάθε ρετζίστρο παράγει το δικό του ήχο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε μόνο του, είτε μαζί με τα άλλα ρετζίστρα του τσεμπάλου. Ο ήχος που παράγουν δύο ή και τρία ρετζίστρα μαζί, είναι πιο πλούσιος από αυτόν που παράγει ένα ρετζίστρο μόνο του. Ο τσεμπαλίστας μπορεί, εναλλάσσοντας τον αριθμό των ρετζίστρων, να πετυχαίνει ποικιλία στο ηχόχρωμα και δυνατότερο ή ασθενέστερο ήχο. Αυτή είναι και η μόνη δυνατότητα του τσεμπάλου για μεγάλης κλίμακας δυναμική διαφοροποίηση. η «δυναμική κατά επίπεδα».

Δεν θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τον ήχο του τσεμπάλου με λόγια. Αντ’ αυτού μπορεί κανείς να ακούσει τα ηχητικά παραδείγματα



ΤΥΠΟΙ ΤΣΕΜΠΑΛΩΝ

Το τσέμπαλο διαφοροποιείται έντονα και από κατασκευαστική άποψη, αλλά και από ηχητική, ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και την εποχή. Έτσι, τα ιταλικά τσέμπαλα είναι πολύ διαφορετικά από τα φλαμανδικά, τα γαλλικά του 17ου αι. ηχούν πολύ διαφορετικά από τα γαλλικά του 18ου αι. κ.ο.κ.

Μιλώντας χοντρικά μπορούμε να πούμε πως οι «σχολές» κατασκευής τσεμπάλων διακρίνονται στις εξής βασικότερες:





Ιταλική σχολή

Τα ιταλικά τσέμπαλα μπορεί να έχουν όλα τα πιθανά μεγέθη, από πολύ μικρά ως πολύ μεγάλα. Έχουν δυνατό και έντονα αρθρωμένο ήχο και συνήθως ένα κλαβιέ. Η κατασκευή τους δεν άλλαξε σημαντικά, και μόνο στον όψιμο 18ο αι. άρχισαν να τα φτιάχνουν μεγαλύτερα και με διπλό κλαβιέ.

«Φλαμανδική σχολή»

Πρόκειται ουσιαστικά για τα τσέμπαλα που κατασκευάζονταν στην Αμβέρσα. Η Αμβέρσα (σήμερα στο Βέλγιο) υπήρξε η σημαντικότερη κοιτίδα κατασκευής τσεμπάλων βορείως των Άλπεων. Εκεί, η οικογένεια Ruckers εξελίχθηκε στην σημαντικότερη οικογένεια κατασκευαστών τσεμπάλων σε όλο τον κόσμο. Από τις αρχές του 17ου αι. ως τα τέλη του 18ου έφτιαξαν αναρίθμητα τσέμπαλα και βέρτζιναλ τα οποία προσδιόρισαν την εξέλιξη του οργάνου και βρέθηκαν σε όλο τον κόσμο.

Τα τσέμπαλα αυτά είναι μικρότερα σε μέγεθος κατά μέσο όρο από τα ιταλικά, και ο ήχος τους είναι διαυγής, αρκετά διαφορετικός από των ιταλικών, λιγότερο «επιθετικός», αλλά επίσης καλά αρθρωμένος. Τα μεταγενέστερα τσέμπαλα του 18ου αι. μπορούμε να πούμε ότι είχαν ήχο λίγο πιο «σκοτεινό», με έντονους χρωματισμούς.


Γαλλία

Τα γαλλικά τσέμπαλα του 17ου αι. είχαν επιρροές τόσο από τα ιταλικά όσο και από τα φλαμανδικά. Το 18ο αιώνα όμως, εμφανίζουν σημαντικές διαφορές, θεμελιώνοντας μια νέα σχολή. Γίνονται μεγαλύτερα, κατά κανόνα με διπλό κλαβιέ και τρία ρετζίστρα, ο ήχος τους είναι όμορφα χρωματισμένος και η άρθρωση είναι μαλακή.


Γερμανία

Η κατασκευή τσεμπάλων στη Γερμανία επηρεάστηκε σημαντικά από τη γειτονική Αμβέρσα, αλλά και από την Ιταλία. Τα γερμανικά τσέμπαλα παρουσιάζουν έτσι φλαμανδικά αλλά και ιταλικά χαρακτηριστικά. Αργότερα, το 18ο αι. δέχονται και έντονες γαλλικές επιρροές, μια και η γαλλική κουλτούρα ήταν της μόδας τότε. Έτσι τα γερμανικά τσέμπαλα μοιάζουν σε εμφάνιση άλλοτε με τα ιταλικά και άλλοτε με τα φλαμανδικά. Ο ήχος τους όμως είναι μάλλον προς τον ιταλικό. Από τα μέσα του 18ου αι. φτιάχτηκαν στη Γερμανία πολύ μεγάλα τσέμπαλα με ακόμα περισσότερα ρεγίστρα, όπως εκείνο εικάζεται πως είχε ο Μπαχ.


ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΣΕΜΠΑΛΟ

Οι διαφορές στην κατασκευή και τον ήχο των τσεμπάλων είναι αόσο μεγάλες και σημαντικές, ώστε δεν είναι όλα τα τσέμπαλα κατάλληλα για να παίξει κανείς όλο το ρεπερτόριο. Μουσική του 16ου και 17ου αι. παίζεται με επιτυχία μόνο σε ιταλικά τσέμπαλα και φλαμανδικά του 17ου αι. Τα τσέμπαλα αυτά έχουν ήχο που είναι αρκετά ευθύς και ξεκάθαρος για να αποδώσει σωστά την πολυφωνική υφή της μουσικής αυτής. Η Γαλλική μουσική του 18ου αι. με την καθαρά ιδιωματική γραφή της, αποδίδεται σωστά μόνο σε γαλλικό τσέμπαλο του 18ου αι. ή αντίστοιχο γερμανικό με έντονες όμως γαλλικές επιρροές. Γενικά, η μουσική κάθε περιόδου αλλά και χώρας έχει ανάγκη από το αντίστοιχο όργανο.

Το ρεπερτόριο μπορούμε να πούμε πως αρχίζει με τους λεγόμενους «βερτζιναλιστές», συνθέτες του 16ου αι. όπως ο William Byrd, ο Thomas Morley, John Bull κ.α. Συνδετικό κρίκο αποτελεί ο Jan Pieterszoon Sweelinck, που μας οδηγεί στο βορειογερμανικό ρεπερτόριο του 17ου αι. Νοτίως των Άλπεων, ο Ιταλός Girolamo Frescobaldi (1583-1643) αναδεικνύεται σε φιγούρα-κλειδί για τη μουσική της εποχής. Μεταλαμπαδευτής της τέχνης του στην κεντρική Ευρώπη ήταν ο Johann Jackob Froberger (1616-1667). Η γαλλική μουσική για τσέμπαλο του 17ου αι., επηρεασμένη από το Froberger, βρίσκει τους συνεχιστές της στο πρόσωπο των Chambonnières και Louis Couperin, οι οποίοι γράφουν μουσική στο στυλ της μουσικής για λαούτο. Το 18ο αι. στη Γαλλία γράφεται η πιο ιδιωματική μουσική για τσέμπαλο, με κυριότερους εκπρόσωπους τον Francois Couperin και λίγο αργότερα το Jean-Philippe Rameau. Την ίδια περίοδο στο Γερμανικό χώρο, μετά τον Buxtehude και τον Pachelbell, βασιλεύουν οι Handel και Johann-Sebastian Bach. Στην Ιταλία, ο Domenico Scarlatti γράφει 555 σονάτες για τσέμπαλο.

Στο γερμανικό χώρο γίνονται και τα πρώτα και σημαντικότερα βήματα προς την κλασική μουσική, με πρωταγωνιστές τους γιους του Bach. Αντίθετα με ό,τι από πολλούς πιστεύεται, το τσέμπαλο συνεχίζει να χρησιμοποιείται και στην κλασική εποχή ως τα τέλη του 18ου αι. Ο Μότσαρτ έπαιζε στο τσέμπαλο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, και η πρώτη συλλογή με σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν φέρει τον τίτλο «Σονάτες για φορτεπιάνο ή τσέμπαλο».

Η πορεία και τα ονόματα που αναφέραμε σκιαγραφεί σε πολύ αδρές γραμμές το πλουσιότατο ρεπερτόριο του τσεμπάλου. Πλήθος άλλα ονόματα έχουν συνεισφέρει σε αυτό, αλλά και στην πορεία της μουσικής σκέψης γενικότερα.

ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΕΝΑ ΤΣΕΜΠΑΛΟ

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η ποιότητα κατασκευής του τσεμπάλου, ούτως ώστε αυτό να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις ηχητικές απαιτήσεις των έργων αλλά και του εκτελεστή, να αναπαράγει σωστά το «ηχητικό ιδεώδες» των συνθετών του παρελθόντος, και τελικά να λειτουργεί άψογα και να αντέχει στο χρόνο. Σήμερα ένα τέτοιο τσέμπαλο-αντίγραφο κάποιου ιστορικού μοντέλου κοστίζει από 8 εώς 30 χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τον τύπο, το μέγεθος και τη διακόσμηση. Πιο συγκεκριμένα, ένα κορυφαίο όργανο μικρών διαστάσεων θα κοστίσει από 12 ως 15 χιλιάδες περίπου, ενώ ένα αντίστοιχο μεγάλο από 15 εώς 30 χιλιάδες, τιμή που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το απόλυτο όριο. Ένας σπουδαστής ή απλά λάτρης, κάνει άριστα τη δουλειά του με τσέμπαλα της αμέσως κατώτερης τάξης, τα οποία μπορεί κανείς να αποκτήσει σχετικά εύκολα και γρήγορα, σε τιμές που ξεκινούν από 8 χιλιάδες ευρώ περίπου. Αν κάποιος δεν διαθέτει το χώρο και τα χρήματα για ένα τσέμπαλο, μπορεί να στραφεί στη λύση ενός καλού σπινέτου.

Οι τιμές αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα προσιτές, αν σκεφτεί κανείς πως ένα μέτριο «όρθιο πιάνο» κοστίζει 10 με 12 χιλιάδες ευρώ, ένα μέτριο πιάνο με ουρά μπορεί να ξεπερνά τις 20, ενώ οι κορυφαίες μάρκες κοστίζουν πολλαπλάσια.


Γεράσιμος Χοϊδάς
Πιανίστας-τσεμπαλίστας
Θεωρητικός με ειδίκευση στη μουσική του 17ου και 18ου αι.
Καθηγητής πιάνου και τσεμπάλου στο Ωδείο Kodaly.


Κεντρική σελίδα Γεράσιμου Χοϊδά





Designed by TemplatesBox