Νίκος Μαμαγκάκης
Αποσπάσματα από την βιογραφία του συνθέτη Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις άγκυρα

Ρέθυμνο 1940 Βομβαρδισμοί

Εγώ δεν έζησα μια φυσιολογική παιδική ηλικία... Όχι επειδή ήμουν τίποτα ιδιαίτερο, αλλά επειδή οι καιροί ήταν ιδιαίτεροι... Ήταν ο πιο άγριος πόλεμος της ιστορίας της ανθρωπότητας... Κάδε μέρα γίνονταν σκοτωμοί και ακόμα και σήμερα όταν πηγαίνω στο Ρέθυμνο κλαίει η ψυχή μου...

Γιατί θυμάμαι όλα όσα έζησα εκεί. Κάθε βήμα και θάνατος και σκοτωμοί, κάθε γωνιά και πείνα και χαλάσματα...

Τη μέρα της εισβολής των Γερμανών με έστειλε η μάνα μου από το αμπέλι μας που ήταν έξω από το Ρέθυμνο, να πάω να πάρω ψωμί...

Στο γυρισμό, με πιάνουν οι βομβαρδισμοί, δηλαδή το μεγάλο βομβαρδιστικό μπαράζ πριν τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών και πέφτω κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο κτίριο της Φιλαρμονικής του Δήμου. Την οποία δεν πέρασαν πέντε λεπτά και την έκαναν λιώμα 4-5 βόμβες που έπεσαν αμέσως μετά!

Και με πλακώνουν τα χώματα... Μόνο η μούρη μου ήταν απέξω...

Μόλις τελείωσαν οι βομβαρδισμοί άρχισαν και έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές, γεμίζοντας τον ουρανό με την παρουσία τους.

Οι βομβαρδισμοί με είχαν μπλοκάρει εκεί πάνω από πέντε ή έξι ώρες. Μόλις είδα και τους αλεξιπτωτιστές, άρπαξα γρήγορα το ψωμί έτσι όπως ήταν σκονισμένο και τρέχω, τρέχω όσο με κρατούσαν τα πόδια μου. Κάπου στο δρόμο βρήκα έναν αδέσποτο γάιδαρο, βλέπεις με τους βομβαρδισμούς είχανε φύγει όλα τα ζώα, που τον καβάλησα και πήγα ακόμα πιο γρήγορα στο σπίτι. Η μάνα μου δεν ήταν εκεί, αφού είχαν αναγκαστεί να πάνε σε μια σπηλιά εκεί κοντά για να προστατευθούν και πήγα και εγώ, όπου και σώθηκα εκείνη τη μέρα...

Μιλάμε δηλαδή για απίστευτα πράγματα.

Ήδη αν σου τύχει κάτι τέτοιο στη ζωή σου, και είσαι παιδί, έχεις σημαδευτεί ανεπανόρθωτα...

Γι’ αυτό λέω ότι δεν έζησα φυσιολογικά παιδικά χρόνια.

Αν και ο άνθρωπος συνηθίζει σε όλα...

Θυμάμαι ότι την άλλη μέρα το πρωί είχε σταματήσει ήδη ο πόλεμος αφού είχαν μπει οι Γερμανοί. Ήμουνα 11 χρονών.
Καβάλησα τον γάιδαρο και ποιος να με σταματήσει;
Μπήκα στην πόλη που ήταν πια ερείπιο και πήγα σε ένα πρώην ζαχαροπλαστείο που ήταν το παιδικό μου όραμα, γιατί εκτός από τα γλυκά είχε και λοταρία με αθλητικά είδη, μπάλες κ.λπ. Και για μένα ήταν άπιαστο όνειρο να πάρω κάποτε μια μπάλα από αυτές που είχαν εκεί για τα παιδιά!
Μπήκα λοιπόν μαζί με το γάιδαρο εκεί μέσα και εκείνος άρχισε μάλιστα να τρώει σουσάμι από ένα τσουβάλι που υπήρχε εκεί! Πήρα μπάλες.
Τις έκλεψα...
Και αμέσως μετά πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο, του Αριστόδημου του Χατζηδάκη. Άλλος παράδεισος για μένα, γιατί εκεί είχα σαν απωθημένο τα πολύχρωμα μολύβια και τα τετράδια.
Όπου εκεί ήταν ένας Γερμανός που έκανε την... ανάγκη του.
Εγώ, μπαίνοντας... «έφιππος», από τον ήλιο, δεν τον πήρα χαμπάρι και λέω:
«Κύριε Αριστόδημε...»
Με βλέπει εκείνος και λέει άγρια:
«Ράους!»
Τρομάζει ο γάιδαρος με ρίχνει κάτω!
Εντελώς κινηματογραφική εξέλιξη...


Αργότερα βρέθηκα ξανά με τη μάνα μου και συμφιλιωθήκαμε γιατί από την πολύωρη απουσία μου πήγε να τρελαθεί. Όταν δε έβγαλα από ένα σακούλι την «πραμάτεια» μου, τα λάφυρα μου, τα κλοπιμαία δηλαδή, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Δεν ήταν πια η μάνα που ήξερα... Μου ξέντωσε τ' αφτιά μου και μου είπε: «Αυτή τη στιγμή θα τα πάρεις και θα τα βάλεις πίσω εκεί που τα πήρες, αλλιώς να μην ξαναπατήσεις ποτέ σε αυτό το σπίτι»!

Ζήσαμε εκεί στην εξοχή όλη αυτή την περίοδο. Η μάνα μου ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και χωρίς να είμαι «παιδί της μάνας μου», που λένε. Γιατί από πολύ νωρίς έφυγα και την παράτησα. Και μου έλεγε εκείνη:

«Εσύ, παιδί μου γεννήθηκες ξένος».


Ο Μάνος Χατζιδάκις

(…)Ένα άλλο από τα πολλά περιστατικά που δεν σα ξεχάσω ποτέ. ήταν όταν είχε στήσει για πολλές ώρες στου Φλόκα, τον Ελία Καζάν, και τον περίμενε. Ήταν τότε που συζητούσαν για ένα φιλμ...

Μου είχε πει και μένα να πάω στο ίδιο μέρος και συνήθως στα δικά μας ραντεβού δεν καθυστερούσε... Έτσι. όταν έφτασα εγώ στην ώρα της δικής μας συνάντησης, με πιάνει το γκαρσόνι και μου λέει: «Κύριε Μαμαγκάκη, αυτός ο κύριος περιμένει τον κύριο Χατζιδάκι εδώ και τέσσερις ώρες. Τι να κάνω; Δεν του λέτε κάτι κι εσείς;»

Ο Καζάν από το Χόλιγουντ. με μια συνοδεία 5-6 άλλων ατόμων, παραγωγών, γραμματέων και παραγόντων περίμενε, αλλά όλοι αυτοί είχαν εκνευριστεί πολύ και τον πίεζαν να φύγουν...


Πλησιάσω και του λέω: «Μην ανησυχείτε, δεν αργεί ποτέ. Είναι ο γλυκύτερος και πιο ευγενής άνθρωπος του κόσμου, κάτι θα του έτυχε».

Μετά από λίγο μπαίνει φουριόζος κι ο Χατζιδάκις και τον πιάνει με ένα φοβερό λεκτικό οίστρο, που τον παρασύρει σε βαθμό όπου ο Καζάν μένει άφωνος!


Όχι μόνο δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για την αργοπορία, αλλά κρέμεται και από τα χείλη του! Μπήκε όπως συνήθιζε ορμητικός στον χώρο, σαν ένα είδος αγγέλου, και τους κέρδισε όλους μονομιάς... Δεν τόλμησε βέβαια να του πει κανείς τίποτα, γιατί κατάφερε να τους πείσει ότι το τετράωρο στήσιμο που τους έκανε, δεν ήταν ηθελημένο...

Το φιλμ για το οποίο συζήτησαν και τελικά έκαναν μαζί. ήταν το «Αμέρικα, Αμέρικα»...

Αυτός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις...


Όμως, τώρα που σκέφτομαι όσα είπα γι’ αυτόν, μου μοιάζει να προσπαθούσα να περιγράψω μια βροχή και να μην κατόρθωσα να περιγράψω ούτε μια σταγόνα...


Ο Ιάνης Ξενάκης

(…)
Ο Ξενάκης, αν κάτι δεν ήταν πειραματικό, δεν τον ενδιέφερε κιόλας...

Συχνά εγώ τον εγκαλούσα και του έλεγα: «Όλα καλά αυτά που λέμε, αλλά μια σπαρακτική μελωδία δεν σε αγγίξει;»

Και κάποτε για πρώτη φορά μου ομολόγησε: «Ναι, βέβαια, αυτές οι μελωδίες στις "Φόνισσες" του Ευριπίδη από τον Θεοδωράκη, ήταν πολύ καλές».


Ήταν έκπληξη αυτή η παραδοχή για κάποιον σαν αυτόν, που ήταν εντελώς αντισυμβατικός. Με το δεδομένο ότι μια μελωδία, εξ ορισμού, είναι ένα συμβατικό γίγνεσθαι στη μουσική...

Όμως, το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στη ζωή. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν εφευρίσκοντας και άλλοι άνθρωποι που ζουν εξερευνώντας...

Υπάρχουν και οι μέσοι άνθρωποι, που καμιά φορά τους ζηλεύει κανείς ακόμα περισσότερο...

Εδώ που τα λέμε. φυσικά, τη μουσική δεν μπορείς να την περιγράψεις, ούτε με παντομίμες, ούτε καν δανειζόμενος από τη λογοτεχνία, ή την ποίηση... Με τίποτα.
(…)


Ο Μίκης Θεοδωράκης

Ο Θεοδωράκης έχει ματώσει... Κι άμα έχεις ματώσει, δεν μπορεί κανείς να σου πει τίποτα.

Τι να του πεις, δηλαδή; Ότι δεν αγωνίστηκε αρκετά;

Φυλακές, ξύλο, εξορία... Πέρασε ζόρικα πράγματα που εγώ. για παράδειγμα, δεν θα τα πέρναγα ποτέ...

Θυμάμαι είχαμε πάει με τον Κούνδουρο μια φορά σε μια συναυλία που έκανε στο Ηράκλειο, στο γήπεδο του Ο.Φ.Η. Στα χρόνια του ζόφου... Πρέπει να ήταν λίγο πριν από τη χούντα. Χιλιάδες κόσμος... Αστυνομία. Φασαρία. Έπεφτε ξύλο, μπορούσαν να σε μαχαιρώσουν, μπορούσε να συμβεί το οτιδήποτε... Τραμπούκοι... Εθνικόφρονες. Χαφιέδες. Δύσκολα πράγματα...

Εμείς καθίσαμε σε μια άκρη, και κάποια στιγμή μου λέει ο Νίκος: «Ρε σύντεκνε! Θα 'μπαινες εσύ εδώ μέσα;»

Λέω: «Όχι».

«Ούτε κι εγώ!» μου λέει.

Με άλλα λόγια, ο Θεοδωράκης, όντας ένας πραγματικά μεγάλος αγωνιστής, αυτό που επιδίωξε, αυτό και πέτυχε...
(…)

Το «Μέγα Ορατόριο των Ελλήνων»

Το «Μέγα Ορατόριο των Ελλήνων» (τι βερμπαλιστικός τίτλος, σκέφτομαι καμιά φορά!) του στρατηγού Μακρυγιάννη, λαϊκό ορατόριο στην κυριολεξία, στη νέα του έκδοση διαρκεί περίπου δύο ώρες και είκοσι λεπτά! Πρέπει να πω ότι ασχολούμαι πάνω από πενήντα χρόνια με το έργο αυτό.

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ενθουσιάστηκε όταν του πρότεινα να λάβει μέρος ως ένας από τα τρία πρόσωπα του Μακρυγιάννη, που απαγγέλλουν τραγουδώντας τα κείμενα αυτά. Ενθουσιάστηκε! Και τώρα που ολοκληρώθηκε, και εγώ νομίζω ότι ήταν η πιο σωστή κίνηση.
Το να κάνεις δηλαδή ένα τέτοιο τεράστιο έργο για τον στρατηγό Μακρυγιάννη με αυτούς τους ερμηνευτές...

Γιατί, ο Μακρυγιάννης ήταν απ' όλα. Αποτελεί το καλούπι από το οποίο προήλθε ο νεοέλληνας. Δηλαδή, ευφυής, αυτοσχέδιος, παλικαράς και φοβητσιάρης μαζί, έχοντας άποψη και γνώμη για τα πάντα. Και βέβαια, με αδιαμφισβήτητη την αγάπη για την Ελλάδα. Αθυρόστομος και κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος νεοέλληνας συγγραφέας. Και για του λόγου το αληθές, αναλφάβητος! Αφού το κυρίως και τρομακτικό σλόγκαν των απομνημονευμάτων του είναι ότι: «Καταγίνηκα ένα δύο μήνες να μαδώ ετούτα τα γράμματα που σας γράφω!»

Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να βάλω Σπαθάρη, Θεοδωράκη κι εμένα σαν ενδιάμεσο στους δύο αυτούς. Ειδικά τις διαμάχες με τον βασιλιά, έβαλα τον Θεοδωράκη και τις έκανε όλες, πράγμα που του άρεσε και εκείνου ιδιαίτερα... Ο Σπαθάρης όλα τα «πιπεράτα» ευτράπελα και ευφυή αφηγήματα. Και εγώ ένα είδος ενδιάμεσου ανάμεσα τους.
(…)


Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox