Νίκος Μαμαγκάκης
Συνέντευξη που παραχώρησε ο συνθέτης στο musicale
Μετς, Ιούλιος 2007


• Κατάγεστε από οικογένεια με λαϊκές καταβολές ενώ είσαστε και συγγενής του αείμνηστου μεγάλου λυράρη της Κρήτης Ανδρέα Ροδινού. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γίνετε μουσικός;

Όλοι μας λαϊκές καταβολές έχουμε, ας μη γελιόμαστε, εμείς λέμε στην Κρήτη ότι ο άντρας κάνει τη γενιά όχι η γενιά τον άντρα. Ένας ταγμένος από το θεό να γίνει μουσικός - διότι πιστεύω ότι εμπεριέχει η ιστορία αυτή κι ολίγη μεταφυσική - είναι μοιραίο να τον επηρεάζουν τα ακούσματα. Αυτό όμως που έχει ο ταγμένος είναι το εξής: ακούει αλλιώς απ’ ότι ακούνε οι απλοί άνθρωποι. Καταγράφει αλλιώς. Η πρόσληψη είναι εντελώς διαφορετική, εκεί έγκειται όλη η ιστορία. Γι’ αυτό είναι και, αν θέλετε, ξεχωριστός, όσον αφορά βέβαια τη μουσική. Ο ήχος είναι ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο υλικό. Ενώ με το λόγο γεννιέσαι, ενώ βλέπεις, ενώ πιάνεις, το άκουσμα ξέρετε τι είναι; αέρας. Γιατί σε κενό αέρος δεν υπάρχει μουσική.

• Βρεθήκατε στην πηγή του κινήματος της avant garde, στην καρδιά της σύγχρονης μουσικής ωστόσο τα έργα σας πατάνε πάνω σε γερά θεμέλια του ελληνικού λόγου και της παράδοσης. Πώς στραφήκατε προς τα εκεί;

Εκεί δεν πρέπει να πατάμε; Ο λόγος με έλκυσε, η παράδοση με έλκυσε, η ψυχή μου είναι προς τα εκεί. Τι είμαι εγώ μπροστά σε αυτά. Τι θα είναι ένας συνθέτης που ζει σε έναν τόπο εάν δε στραφεί προς αυτές τις κατευθύνσεις. Όταν έκανα τον Ερωτόκριτο, το έργο αυτό θεωρούνταν μια καθαρά Κρητική υπόθεση. Ο Ερωτόκριτος είναι πανελλήνιο έργο. Κι ο Κορνάρος είναι ο εθνικός ποιητής. Έλεγε ο Παλαμάς: ανάθεμα το έθνος που δεν έχει καταλάβει ύστερα από τόσα χρόνια ότι ο εθνικός ποιητής είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Στράφηκα προς τα εκεί και καλλιέργησα μια μουσική που την ονομάζω «μουσική λειτουργική, άμεση για χρήση». Εγώ είμαι «αβανγκαρντίστας» σκληρός, έχω γράψει πάρα πολύ δύσκολα έργα στο είδος τα οποία παιχτήκανε από μεγάλα συγκροτήματα. Ήμουνα πιτσιρίκος και με έπαιζε η συμφωνική της Βοστόνης, η μεγαλύτερη ορχήστρα του αιώνα. Πήγαινα στη Βοστόνη κι άκουγα το έργο μου και δεν πίστευα ότι το είχα γράψει εγώ. Από την άλλη μεριά όμως δε μπορούσα να αφήσω αυτά τα κείμενα. Το κείμενο αυτό του Μακρυγιάννη, ή το θείο κείμενο του Κορνάρου, ή του Χορτάτση, την Ερωφίλη, ή εκεί που όρμηξα κι έκανα μια καλή όπερα όπως είναι η όπερα των σκιών, του Καραγκιόζη, ενός από τα πιο δυνατά στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμού. Λοιπόν θα άφηνα αυτά για να κάνω «αβανγκαρντίστικα» έργα;

• Επιμείνατε στην πορεία σας στα «μεγάλα» έργα. Πόσο εύκολο ήταν να ευδοκιμήσουν εμπορικά αυτά τα δύσκολα έργα;

Τα δύσκολα κείμενα δεν έχουν άμεσα λεφτά, αλλά τώρα αυτά είναι επιτυχίες. Ο Μπολιβάρ πουλάει, το παίρνει ο κόσμος. Τότε ο Εγγονόπουλος είπε ότι την ίδια επενέργεια που είχε ο Μπολιβάρ στην κατοχή, την ίδια έχει κι ο Μπολιβάρ του Μαμαγκάκη τώρα. Ορισμένα πράγματα είναι πάρα πολύ σημαδιακά. Έχω καταλάβει ότι μόνο αν είσαι αληθινός, αν ψάχνεις μέσα στα συκώτια σου, μόνο τότε μπορείς να δημιουργήσεις. Δουλεύω την Οδύσσεια του Καζαντζάκη πάνω από τριάντα χρόνια και τώρα μου βγαίνει. Είχα κάνει τόσες δουλειές και πολύτεχνα έργα, τώρα όμως μου βγαίνει η Οδύσσεια, ύστερα από αυτά τα τριάντα χρόνια. Πρέπει να σκάψεις βαθειά, βαθειά είναι το φελόνι, το μετάλλευμα. Τα άλλα είναι χώματα.

• Έχετε κάνει όμως και εμπορικά τραγούδια. Ο Μάνος Χατζιδάκις αποκύρηξε κάποια από τα δικά του. Εσείς θεωρείτε μερικά έργα σας «δεύτερα»;

Δεν θεωρώ κανένα έργο μου δεύτερο, τα θεωρώ όλα πρώτα, όταν τα κάνω. Δούλεψα σε ένα χώρο που μπορούσε να ονομαστεί χώρος της ευτέλειας, το σινεμά. Δούλεψα με τη Βουγιουκλάκη και με το Φίνο, τα πιο εμπορικά τέρατα του ελληνισμού. Το έκανα όμως με όλη μου την καρδιά. Μη φανταστείς ότι ήταν εύκολο να δουλεύεις με αυτούς. Ξέρανε ακριβώς τι θέλανε κι όποιος έμπαινε στο χώρο αυτό έφευγε στα τρία δευτερόλεπτα πυξ-λαξ. Έλεγα στο Μάνο Χατζιδάκι: δε μου αρέσει το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Βρε Νίκο, μου έλεγε δεν είναι σωστό. Ο ίδιος όμως είχε αποκηρύξει έργα του… Άσε που μας δώσανε χρήματα, και υπήρχαν άνθρωποι που μεγαλώσανε με αυτά τα τραγούδια. Ήρθε μία γυναίκα στο Μόναχο και μου είπε ότι πέρασε ένα καλοκαίρι με τη μουσική μου και με ευχαριστεί. Με ποια μουσική μου; τη ρώτησα. Λέει «Η αγάπη θέλει δύο». Ρε γαμώτο, αντί να μου πει ότι της άρεσε ένα άλλο… αυτό βρήκε; Και τι γυρίζει και μου λέει: κ. Μαμαγκάκη με προσβάλετε, εγώ κάνω διδακτορική εργασία. Δε με ενδιαφέρει! Γιατί δε μού ’πε ότι της άρεσε το κοντσέρτο μου για βιολοντσέλο και ορχήστρα. Είμαι όμως πολύ χαρούμενος που τα έχω γράψει αυτά τα τραγούδια. Μοιραία ξεχωρίζεις ορισμένα πράγματα. Εμένα μου αρέσουν τα «μεγάλα τραγούδια». Οι άνθρωποι αυτολιβανίζονται, μην περιμένετε να μην το κάνω. Πιστεύω ότι έχω γράψει δέκα τραγούδια που δεν τα έχει γράψει κανείς.

• Πόσο δύσκολο ήταν τα τηρήσετε τις ισορροπίες στα δύσκολα χρόνια της επταετίας, να παραμείνετε συνεπής στην τέχνη σας και να ευδοκιμήσετε ως καλλιτέχνης;

Την επταετία, δεν είχαμε φράγκο, μας κυνηγούσανε κιόλας. Δεν ήθελα να συμβιβαστώ. Ήρθαν εταιριάρχες και μου προσφέρανε χρήματα. Μετά από το «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» μου ζήτησαν δέκα τραγούδια σαν κι αυτό. Τους λέω λυπάμαι, δε μπορώ να το κάνω. Παραλίγο δηλαδή να με βρίσουνε κιόλας. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν πολλές. Έφυγα από την Ελλάδα τότε. Πήγα δυο χρόνια στην Αγγλία και τη Γερμανία. Όμως δε μπορούσα να ζήσω εκεί, όλα μου τα λεφτά τά’ τρωγα στα τηλέφωνα, σε φίλους μου. Γι’ αυτό γύρισα. Εδώ δεν ευδοκίμησα καθόλου, πέρασα πολύ άγρια στην επταετία. Όταν ήρθε ο Φίνος και μου ζήτησε συνεργασία, ενώ πριν ούτε καλημέρα δε θα του έλεγα -σε ότι αφορά τη δουλειά, σαν άνθρωπος ήταν πάρα πολύ σημαντικός- κι όμως πήγα. Κι έκατσα και δούλεψα ειλικρινά. Το έκανα με όλη μου την καρδιά και προσπάθησα να μην «πουστέψω» -συγγνώμη για την έκφραση, αλλά είναι η σωστή. Να μην εκπέσω, αυτά είναι φοβερά δελεαστικά. Κι αν ξέρεις κιόλας να εκμεταλλευτείς το έργο σου... Εγώ λεφτά έκανα χωρίς να το ξέρω. Έκανα αυτή τη μεγάλη ταινία που έγινε παγκόσμια επιτυχία. Μια μέρα με πήρε ένας τραπεζίτης από το πουθενά και μου λέει ότι υπήρχαν κάτι χρήματα για μένα. Εγώ έπαιρνα κάθε έξι μήνες κάτι ποσοστά. Μου είπε ότι ήταν μεγάλο το ποσό και να συναντηθούμε. Πρώτη φορά που έβγαλα χρήματα, τότε αγόρασα και το σπίτι μου.

• Ως δημιουργός είστε «ακριβοθώρητος». Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχετε συχνή επαφή με το κοινό σας;

Δεν είναι ότι αποφεύγω το κοινό, αλλά δεν εμπορευματοποιώ τη δουλειά μου να κάνω ότι μου λέει ένας ατζέντης. Αυτά εκχυδαΐζουν κι ευτελίζουν την τέχνη.
Δεν μου αρέσει να κάνω συναυλίες διότι δεν μου αρέσει να κάνω αυτού του είδους την καριέρα, του συνθέτη-συναυλιατζή που πάει και κονομάει πακτωλούς λεφτού σε κάθε συναυλία. Εμένα μου αρέσει να κάνω μία συναυλία την ώρα που έχω κάτι να πω. Μετά δεν το θέλω πια. Μου ζητούν συχνά συναυλίες και αρνούμαι. Πάω μόνο εκεί που μπορώ να παίξω κάτι ξεχωριστό το οποίο δε μπορώ να παίξω πουθενά αλλού. Οι μεγάλες ορχήστρες δίνουν υπέρτατη ηδονή. Δε με ενδιαφέρει να πάρω ένα ατζέντη και να οργώσω τη χώρα με ένα συγκροτηματάκι, αυτό θα με σκότωνε αν το έκανα. Όμως το αφιέρωμα στο θέατρο βράχων ήταν συγκινητικό γιατί ήρθαν εδώ τα παιδιά χωρίς να τα ξέρω και μου το ζητήσανε. Είναι αλλιώς άμα έρθουν και σε πιάσουν, εμείς οι άνθρωποι είμαστε και ανάποδα όντα, πρέπει να μας αγγίξεις για να ενδώσουμε. Με συγκίνησε το γεγονός ότι ήρθαν ενώ ξέρουν ότι είμαι αντιεμπορικός. Την πρώτη μέρα δεν ήρθε κόσμος, ήταν και από τις πιο ζεστές μέρες του αιώνα, αλλά τη δεύτερη γέμισε μέχρι επάνω.


• Έχετε συντύχει και συνεργαστεί με ανθρώπους που διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Τι θα μπορούσατε να μας μεταφέρετε από αυτήν τη συναναστροφή;

Πολλούς σημαντικούς ανθρώπους γνώρισα, αλλά αν περιμένεις να σου πω κάτι ιδιαίτερο δεν έχω, οι άνθρωποι «βρωμάνε το ίδιο παντού». Μη φανταστείς ότι ήταν ιδιαίτεροι. Κάποιοι έχουνε κάτι, αλλά αυτό το κάτι είναι ανεπαίσθητο. Τις πιο πολλές φορές το οσφρενόμεθα περισσότερο παρά το εντοπίζουμε. Αυτή όμως είναι η ζωή, δεν είναι άλλο πράγμα, εγώ έχω δει πολλά στο βίο μου, έχω ταξιδέψει σε όλη τη γη, έχω δει μιλούνια ανθρώπων. Κι όμως αν με ρωτήσεις τι ξέρω μπορώ να στο γράψω σε μία κόλα χαρτί και διαβάζοντάς το δε θα μάθεις απολύτως τίποτα.

• Είχατε την τύχη να μαθητεύσετε δίπλα στον Καρλ Ορφ. Τι έχετε να θυμηθείτε από τη σπουδαία αυτή φυσιογνωμία της μουσικής πρωτοπορίας;

Ο Καρλ Ορφ ήταν ένας ιδιοφυής θεατράνθρωπος, έκανε σπουδαία έργα. Ήταν ένας άνθρωπος ζωντανός, μου έλεγε να μιλάμε στον ενικό κι εγώ ήμουν 19 χρονών κι αυτός ήταν 70. Του χρωστάω πολλά. Δεν ξέρω αν μου έμαθε κάτι, αλλά με οδήγησε να μάθω μόνος μου από μένα. Με έκανε να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Άμα ένας τέτοιος άνθρωπος σου δίνει συμβουλή, σε ανεβάζει στον ουρανό. Όταν είσαι νέος υπάρχουν θέματα που σε τρελαίνουν, δεν μπορείς να τα ξεκαθαρίσεις, δε μπορείς να τα ορίσεις, δε μπορείς να προσανατολιστείς. Μια κουβέντα αν σου πει ένας τέτοιος άνθρωπος, μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Γι’αυτό του έχω ευγνωμοσύνη. Στην αρχή πήγα και σε σπουδαιότερους δασκάλους από αυτόν. Του Ορφ η απλότητα, η ανθρώπινη υπόσταση ήταν σημαντική.

• Στο σημερινό μουσικό τοπίο κυριαρχεί η ηλεκτρονική μουσική κι ο πειραματισμός. Δώστε ένα σχόλιο για τη σύγχρονη μουσική παραγωγή;

Η σημερινή ηλεκτρονική μουσική δεν έχει να κάνει με την avant garde, με τη μπρίζα έχει να κάνει. Πολλοί βάζουν μία ψευδοεπίφαση ποιοτική και παραμυθιάζουν τον κόσμο. Πώς ονομάζονται συνθέτες; ο συνθέτης είναι δύσκολη λέξη. Εγώ τους θαυμάζω για τον εξής λόγο: όλο αυτό το κάνουν με μηδέν έργο. Δεν υπάρχει παιδεία. Οι δημιουργοί πρέπει να είναι πολύ ψύχραιμοι κι όταν δουλεύουν να κοντρολάρουν το χώρο τους και να μην παρασύρονται. Τα περισσότερα πράγματα που ακούνε οι άνθρωποι σήμερα είναι χυδαία κατασκευάσματα. Σουξέ κάνουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι να κλαις. Είναι αυτοί καλύτεροι συνθέτες από το Γιάννη Ξενάκη ή από το Γιάννη Χρήστου ή από κάποιον που δεν κάνει σουξέ; Κανένα από τα τραγούδια αυτά όλων αυτών των διαφόρων δεν έχει ξεπεράσει σαν φόρμα, σαν ποιότητα και σα μουσική υπόσταση, τα τραγούδια του Μιχαήλ Σουγιούλ. Πουλάνε τραγούδια τα οποία τα ψάχνεις απ’ όλες τις μεριές και δεν υπάρχει τίποτα. Συνήθως ο κόσμος αγαπάει τη μπαναλαρία. Αγαπάει ό,τι του γαργαλάει το υπογάστριο διότι δεν τρέφεται με την πραγματική πνευματική τροφή. Και βλέπεις συνθέτες εκατομμυριούχους. Υπάρχει συνθέτης τα τραγούδια του οποίου έχει βάλει ο ΟΤΕ μονομερώς να παίζουν στο τηλέφωνο. Μου κάνει κατάπληξη πώς το έκανε αυτό ο ΟΤΕ.. Και αυτό δεν έγινε επειδή ο συγκεκριμένος συνθέτης είναι εμπορικός. Ο ΟΤΕ είναι οργανισμός μεγάλος, ένας οργανισμός του λαού δεν κολάζεται από τέτοια, θα έπρεπε να βοηθάει λίγο την ποιότητα, την τέχνη και το πνεύμα.

• Το έργο σας επανεκδόθηκε στο σύνολό του από την «ιδαία», τη μικρή μουσική βιοτεχνία όπως την αποκαλείτε. Πώς προέκυψε αυτό το μεγάλο βήμα και πώς το αποτολμήσατε;

Η κίνηση αυτή προήλθε από μία αδήριτη ανάγκη να ελέγξω το έργο μου. Το έργο μου δεν μου ανήκε, το πήραν έμποροι στα χέρια τους και το εκμεταλλευτήκαν μέχρι θανάτου. Άμα δουλεύεις δεν έχεις καιρό να ασχοληθείς με τέτοιου είδους πράγματα, αφήνεσαι. Και τότε υπάρχουν οι επιτήδειοι που σε κατασπαράζουν κυριολεκτικά. Υπήρχαν όμως κι άλλα θέματα. Οι εταιρίες μέσα στη μιζέρια και την αδηφαγία τους βάζανε περιορισμούς στη δημιουργία, βάζανε τρία όργανα ενώ εσύ ως δημιουργός άκουγες δέκα, δεν είχες τη δυνατότητα να δημιουργήσεις όπως ήθελες. Πολλές φορές επειδή ξεπερνούσες το περίφημο «μπάτζετ» σε σταματάγανε. Γι’ αυτό αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Έκανα ένα στούντιο ηχογραφήσεων εδώ στο σπίτι μου, όπως κι εργαστήρι εξωφύλλων και σχεδίασα όλα τα εξώφυλλα. κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι μια ολόκληρη δουλειά αυτή καθαυτή. Αλλά πάνω σε αυτήν την ορμή εγώ ανταποκρίθηκα, είχα και μία ομάδα από νέους ανθρώπους που με πλαισίωσαν κι έτσι έγινε αυτή η «περίφημη» αναβάθμιση του έργου μου. Έφτασα σε ένα σημείο να έχω ηχογραφήσει όλη αυτή τη μεγάλη σε όγκο δουλειά. Έγινα ηχολήπτης ο ίδιος, έμαθα καλή ηχοληψία -ήξερα κιόλας γιατί ήμουνα από τους πρώτους ανθρώπους που έκαναν ηλεκτρονική μουσική στο κόσμο το 1955 στο στούντιο Siemens, στο Μόναχο. Όταν έγιναν όλα αυτά άρχισαν οι δυσκολίες.

• Μία δισκογραφική εταιρία αποτελεί μεγαλόπνοο σχέδιο και τόσο η διαδικασία όσο και το κόστος είναι απαγορευτικό για τους δημιουργούς. Μιλήστε μου για την υλοποίηση της «ιδαίας» και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε.

Κατ’ αρχήν τα έξοδα για να τυπώσω και να κόψω τα CD ανήκαν στη σφαίρα του φανταστικού, ήταν απαγορευτικά για να συνεχίσω. Eίχα ήδη εξαντλήσει το κεφάλαιό μου για να φτιάξω όλη αυτή την υποδομή και ηχογραφώντας περίπου 500 έργα. Και τότε έρχεται εξ’ ουρανού, απ’ το θεό, μια αλλεπάλληλη συγκυρία. Με παίρνουν τηλέφωνο από την Άγκυρα (εκδόσεις) και μου προτείνουν να με βιογραφήσουν. Τους απαντώ πώς δε θέλω βιογραφίες, δε μου αρέσουν καθόλου. To έκανα όμως και ως αντάλλαγμα μου τύπωσαν τα εξώφυλλα των δίσκων μου. Έπειτα το ίδιο συνέβη και με το Νίκο Περάκη. Έκανα τη μουσική για τη «λούφα και παραλλαγή» στην ΕΡΤ και ως αντάλλαγμα μου έκοψαν 50.000 CD. Έτσι έγινε η πραγμάτωση της εταιρίας. Η δουλειά μου μου επέτρεψε να προχωρήσω το έργο μου. Τότε πια εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Όλοι οι συνεργάτες μου όπως η κα Γιαννάτου μου λένε: κύριε Μαμαγκάκη, μα που θα βρείτε τώρα να τα διανείμετε, η διανομή είναι το παν, η διανομή. Και σηκώθηκα ένα πρωί, έβαλα το παλτουδάκι μου, πήγα στα δέκα μεγάλα μαγαζιά του δίσκου και λέω: έχω αυτά, τα θέλετε; και τα πήραν. Σήμερα το έργο μου υπάρχει σε όλα τα μεγάλα δισκοπωλεία. Πρέπει όμως να πω ότι βοηθήσανε και οι συγκυρίες. Η εταιρία μου δεν είναι εταιρία, ένα label είναι, μία βιοτεχνία μουσικής, έτσι την ονομάζω εγώ άλλωστε. Έχουμε έναν κατάλογο που περιλαμβάνει κάπου 59 CD. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Θέλω να σας πω το εξής: δε θέλω νά’ μαι εταιρία και δε μ’ ενδιαφέρουν τα κέρδη.

• «Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω». Η βιογραφία σας προβάλλεται πολύ από τα μέσα κι έχει κάνει αίσθηση. Αισθάνεστε καθόλου εκτεθειμένος από αυτό;

Αισθάνομαι λιγάκι εκτεθειμένος με τη βιογραφία, αλλά αν δεν υπήρχε αυτό το βιβλίο δε θα έβγαζα τα CD. Αν δεν έβγαζα τα CD θά’ μουν ένας άρρωστος άνθρωπος. Όλα υπηρετούν την τέχνη, σήμερα σηκώθηκα από τις τέσσερις η ώρα και δούλευα, έκανα κάτι τραγούδια του Κωνσταντίνου Καβάφη που τραγουδάει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος με έναν τρόπο θεϊκό. Θέλω να τελειώσει η νύχτα για να σηκωθώ να δουλέψω. Ότι αγαπάει κανείς, αυτό είναι. Τα άλλα όλα είναι σκουριά. Το να κάνεις δεν είναι ματαιοδοξία. Όλο το έγκλημα βρίσκεται σε αυτό που δεν έγινε, σε αυτή τη συστολή που ταλαντεύεται να γίνει ένα πράγμα και δε γίνεται. Ό,τι γίνεται όμως είναι καλό. Γι’ αυτό οι αρχαίοι χαιρετούσαν με το «πώς πράττετε;».

• Νιώθετε όμως ικανοποίηση ως δημιουργός, τι μένει μέσα σας όταν ολοκληρώνεται ένα έργο;

Ανάθεμά τον αν είναι ικανοποιημένος κανείς. Αν ψάχνεις για ικανοποιημένους ανθρώπους δε θα βρεις καλό άνθρωπο, μέσα του δεν θα υπάρχει τίποτα. Κανείς δεν πρέπει να είναι ικανοποιημένος. Όμως το ότι υπάρχουν οι δίσκοι μου δίνει ικανοποίηση. Ότι κάποιοι άνθρωποι αγοράζουν τους δίσκους μου, μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Ότι μπορώ εγώ να επηρεάσω αυτό το πράγμα, αυτό με κάνει ευτυχισμένο. Στη δημιουργία δεν ξέρεις που θα καταλήξεις. Κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν το ξέρει αυτό. Όλη η υπόθεση και το ευφυές είναι να κάνεις και να βλέπεις, όχι να ξέρεις και να κάνεις. Άμα ξέρεις και κάνεις δεν έχεις καμία πιθανότητα να εκπλαγείς ούτε να εκπλήξεις τους άλλους και είναι βαρετό. Αυτό είναι και η ουσία της ζωής, αλλιώς είναι τα πράγματα νεκρά, άκαμπτα. Οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να δημιουργούν κάτι, να το καταστρέφουν και να το ξαναδημιουργούν πάλι και πάλι. Αυτή είναι η ζωή, ένα αέναο γίγνεσθαι. Αλλιώς δεν είναι τίποτα και αν την πολυσκεφτείς μπορεί να ανοίξεις και τη μαύρη πόρτα να φύγεις διότι είναι αβάσταχτη. Έχει όμως και κάτι στιγμές που είναι τρομαχτικής έντασης και ομορφιάς.

• Με αυτήν την πορεία, τις λαμπρές συνεργασίες, το υλικό και τώρα με την δυνατότητα να το ελέγξετε και να το ορίσετε όπως ακριβώς επιθυμείτε, σταθήκατε τυχερός ως δημιουργός. Υπάρχει κάτι που να επιθυμείτε για το μέλλον;

Αυτό λέω στη ζωή μου, υπήρξα τυχερός. Δε θέλω να μιλώ, δε ζητάω τίποτα, ούτε οφίκια ούτε τίποτα. Τώρα έκανα τα CD αυτά. Τά’ στειλα σε καμιά δεκαπενταριά «μεγάλους ανθρώπους». Μού’ χουνε στείλει κάτι σπαραχτικά γράμματα. Το κομμάτι που γράφω τώρα πρέπει να είναι καλό γιατί αλλιώς χάθηκα. Χάθηκα εγώ για εμένα. Δεν έχετε δει τίποτε ακόμη από τη δουλειά μου. Αυτή τη στιγμή είναι έτοιμα εννιά CD όπως ο Αόρατος θίασος του Καβάφη, το μικρό λαϊκό έπος για τις χαμένες πατρίδες, ένα σπαραχτικό έργο από μια συλλογή του Μαγγανάρη, δε μπορείς να φανταστείς τι βρήκα μέσα εκεί. Βρήκα έναν θησαυρό και τον μελοποίησα. Ακόμη αυτά με συγκινούν. Επίσης μία δουλειά με ποίηση του Λόρκα και ακόμη εφτά λαϊκά τραγούδια που μου είχε στείλει τότε ο Ιωάννου για το κέντρο διερχομένων κι είχαν κοπεί από τη λογοκρισία. Ο ερωτικός λόγος εμπεριέχει Σεφέρη, αλλά και την προς Κορινθίους επιστολή, και το «έρως ανίκατε μάχαν» του Σοφοκλή και πολλά άλλα. Αυτά τα κείμενα όσο κι αν έχουν διαβαστεί και ξαναδιαβαστεί δεν έχουν κανένα τέλος. Και κάθε φορά διαβάζοντάς τα ανακαλύπτεις και καινούργια πράγματα.



Κεντρική σελίδα αφιερώματος








Designed by TemplatesBox