(…)
Εγώ καθευδώ και η καρδιά μου αγρυπνεί
Φωνή αδελφού μου κρουθεπί θύραν
Άνοιξον μοι αδελφή η πλησίον μου
Τελεία μου περιστερά μου
Ότι η κεφαλή μου επλήσθη δροσού
Και οι βόστρυχοι μου ψεκάλων νυκτός
Εξέλυσα μην τον 'χει μου
Πως ενδυσόμαι αυτόν
Αδέλφιδος απέστειλεν
Χείρα αυτού επί της οπής
και η κοιλία μου εθροήθη επ' αυτόν
ανέστηνε γω άνοιξαι τω αδελφίδω μου
ήνοιξα εγώ τω αδελφίδω μου
αδέλφιδος μου παρήλθε ψυχή μου
εξήλθε εν λόγω αυτού
εζήτησα αυτόν τον και ουχ εύρον αυτόν
εύρον σαν με οι φύλακες οι κυκλούντες εν τη πόλει
επέταξαν με ετραυμάτησαν
ήραν το θέριστρό μου
(…)
Εις κήπον Καρυάς κατέβην ιδείν
Εν γεννήμασι του χειμάρρου ει
Ήνθισεν η άμπελος εξήνθησαν αι ροαί
Εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι
Θες με ως σφραγίδα επί την καρδία σου
Ως σφραγίδα επί τον βραχίονα σου
Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη σκληρός
Ως Άδης ζήλος περί πτεραυτής
Περί πτερά πυρός φλόγρες πυρός
Ύδωρ πολύ ουδυνήσεται σβέσε την αγάπη
Και ποταμοί ου συγκλήσουσιν αυτήν
Εάν δω ανήρ πάντα τον βίον αυτού
Εν τη αγάπη εξουδενώσει
Εξουδενώσουσιν αυτόν
Αδελφή ημών μικρά και μαστούς
Εχει τι ποιήσωμεν τη αδερφή ημών εν ημέρα
η εάν λαληθεί εν αυτή
(…)
Άσμα Ασμάτων
Διαβάστε το πλήρες κείμενο
|