"Δημήτρης Μητρόπουλος" Κεντρική σελίδα

Δημήτρης Μητρόπουλος



Ο Γ. Σεφέρης για τον Μητρόπουλο





Γιώργος Σεφέρης
[Το κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο από τον Γιώργο Σεφέρη, προλογίζει το βιβλίο της Καίτης Κατσογιάννη για τον Δ. Μητρόπουλο: «Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη, 1926 – 1960 / Δημήτρης Μητρόπουλος», Αθήνα 1966.]

Καθώς συλλογίζομαι αυτό το βιβλίο έχω στο νου μου τρία πρόσωπα, τη μοίρα τους. Τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Καίτη Κατσογιάννη, τη Μαγκουφάνα της Αττικής.

Η φήμη του Μητρόπουλου είταν πλατειά στον κόσμο και είναι πολύ φυσικό να την ακολουθεί η πιστή συντρόφισσά της, εκείνη που απλώνει ένα σκοτεινόχρυσο πέπλο απάνω στον άνθρωπο και μας εμποδίζει να τον ιδούμε. Γι’ αυτό πιστεύω πως είναι μεγάλη τύχη για μας που βρέθηκε κάποιος να φροντίσει με αγάπη και να δημοσιέψει αυτά τα γράμματα. Εύχομαι να βρεθούν και άλλοι. Η μοίρα του Μητρόπουλου είταν, θαρρώ, μοναδική στα χρονικά του νέου Ελληνισμού και δεν μας αφήνει πολύ περιθώριο για τη συνηθισμένη αδιαφορία μας.

Σ’ ένα από τα ελάχιστα μηνύματά του – το έλαβα στο Λονδίνο – μου έγραφε ( 20 Μαρτίου 1960, μετάφραση ):

«Δυστυχώς, η λεγόμενη αφοσίωσή μου στη δουλειά μ’ έχει πραγματικά πάρει ολωσδιόλου έξω από τη ζωή. Δε «ζω» πια παρά μόνο για τις στιγμές που είμαι πάνω στο «πόδιον» και για να ζήσω αυτές τις στιγμές. Ξοδεύω το υπόλοιπο της ζωής μου ετοιμάζοντας τον εαυτό μου με απογυμνωτική πειθαρχία, αμφιβολίες και «ταπεινοσύνη».

Και γι’ αυτή την παιδωμή προσθέτει: συγκριτικά μου φαίνεται κωμική εμπρός στο σημερινό μηχανοποίητο κόσμο». Τέτοιος άνθρωπος είταν.

Η τέχνη του Μητρόπουλου είταν το «πόδιον». Προτιμώ τούτη τη λατινική λέξη από τη «μπαγκέτα του μαέστρου», καθώς λέμε. Είταν να δεσπόζει απάνω σ’ όλον αυτό τον κόσμο που απαρτίζει μιαν ορχήστρα∙ απάνω σ’ όλα εκείνα τα όργανα∙ να κάνει, τέτοιο πλήθος, ένα μοναδικό όργανο, δικό του. Και να πλάθει, να οδηγεί και να εξαπολύει το συναρπασμό. Το «πόδιον» εκφράζει καλύτερα για μένα, αυτή την κυρίαρχη θέση του λειτουργήματός του. Σ’ αυτό αναλώθηκε και από κει επάνω έπεσε –

έπεσε κ’ έμεινε η τέφρα του μονάχη

για να παραφράσω ένα μεγάλο στίχο.

Έτσι λοιπόν που είταν αφοσιωμένος στη τέχνη του ο Μητρόπουλος, δεν του έμενε καιρός για τίποτε άλλο∙ ούτε για την τέχνη της γραφής. Χρειάζεται κι’ αυτή μεγάλη άσκηση∙ σπάνια το υποψιαζόμαστε γιατί, όλοι σχεδόν, νομίζουμε πως έχουμε μάθει γράμματα. Εκτός κι αν είναι κανείς πολύ σπουδαίος∙ αλλά τότε μου φαίνεται πιο ευνοϊκό να μην έχει πάει διόλου στο σχολείο∙ δεν ξέρω άλλο παράδειγμα στην Ελλάδα από τον Μακρυγιάννη. Γι’ αυτό δε θα είταν σωστό να κοιτάξουμε τα γράμματα του Μητρόπουλου με λογοτεχνικές ροπές. Θα’ πρεπε να τα ιδούμε σαν τα χνάρια μιας αξιόλογης ζωής, κι ακόμη πιο προσεχτικά, αν συλλογιστούμε πως η ζωή αυτή δεν έχει βρει τον αφηγητή της.

Τον Δημήτρη Μητρόπουλο τον γνώρισα πραγματικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε σύντομες διαμονές μου στη Νέα Υόρκη. Τότε είχα την τύχη να μπω στο άδυτό του, στο εργαστήρι του. Είταν στους 57 «δρόμους» όπως λένε, ένα διαμέρισμα ηχοστεγές και φωτοστεγές σαν καταποντισμένο αντηχείο. Ένα σημείο Χ της οικουμένης, όπως έλεγε ο κ. Τεστ. Τότε καθώς μιλούσαμε για φωτογραφίες που είταν κρεμασμένες στους τοίχους, ένιωσα τον καημό που τον έκαιγε για τον τόπο μας. Εκεί ασκήτευε, μόνος μέσα στην πολύβουη, απέραντη πολιτεία. Όμως δεν ήταν άνθρωπος χωρίς χιούμορ. Μια φορά που δειπνούσαμε, ύστερα από το κοντσέρτο, αρχίσαμε να λέμε ιστορίες του Ναστρεντίν Χότζα, όταν μια άγνωστη γυναίκα από το πλαϊνό τραπέζι, καλά μεθυσμένη, του ζήτησε το μαντήλι του∙ της το’ δωσε∙ έπειτα ξαφνικά, σηκώθηκε. «Πάμε να φύγουμε είπε», είπε. Στο δρόμο ξέσπασε ο θυμός του. «Δεν είναι για το φέρσιμό της που θύμωσα, αλλά γιατί μου χάλασε την ιστορία μου», συμπέρανε γελώντας.

Τα γράμματα αυτά έχουν ένα μόνο συνομιλητή∙ την Καίτη Κατσoγιάννη. Έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Όπως σκεπτόμουν τον καιρό της Νέας Υόρκης, ο Μητρόπουλος ένιωθε πως ο ίσκιος της τον προστάτευε. Είναι μια γενναία γυναίκα, ευλογημένη με το δώρο της φιλίας∙ θέλω να πω μιας φιλίας χωρίς το ψεγάδι της νωχέλειας, που την ασκημίζει και το παρατηρούμε τόσο συχνά. Έχει τη χάρη να είναι ριζωμένη σε μια γη της Αττικής, σε τούτους τους καιρούς του ξεριζωμού. Πάνε τόσα χρόνια που ζω κοντά στο σπίτι και τα δέντρα της, που μου είναι δύσκολο να πω άλλο∙ τα γράμματά της μιλούν αρκετά γι’ αυτήν.

Οι άνθρωποι διαβαίνουν, οι τόποι μένουν, θα λέγαμε άλλοτε. Έτσι συλλογιζόμουν κι εγώ, κάθε φορά που πήγαινα στη Μαγκουφάνα για χάρες και για λύπες. Όμως, τα τελευταία χρόνια, κοιτάζοντας την παραμορφωτική συμπεριφορά που δείχνουμε στα τοπία μας, με παίρνει η πικρή σκέψη πως ήμουν απλοϊκός. Έχουμε αλήθεια τόση βαναυσότητα, που βάζουμε, θα’ λεγε κανείς όλα τα δυνατά για να την αποτυπώσουμε σε πολιτείες, σε βουνά, σε βράχους ή και σε ανθρώπους ακόμη. Από τα τέτοια καμώματα δεν έμεινε απείραχτη, αν το καλοπροσέξουμε, μήτε η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου.

"Δημήτρης Μητρόπουλος" Κεντρική σελίδα





Designed by TemplatesBox